Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Η ζωή και ο θάνατος ενός μεγάλου διευθυντή εφημερίδας


Το τηλεοπτικό κανάλι E γιόρταζε τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του και ταυτόχρονα παρουσίαζε το καινούριο πρόγραμμά του για τη νέα τηλεοπτική σεζόν που ξεκινούσε το φθινόπωρο. Πλήθος επωνύμων είχαν προστρέξει και παραταχτεί…



επιμελώς καθιστοί γύρω από τα στρογγυλά, καλαίσθητα στολισμένα τραπέζια του κήπου μπροστά από μια εντυπωσιακά φωτισμένη σκηνή. Στο πόντιουμ η Ελεονώρα Μελέτη εκτελούσε χρέη παρουσιάστριας μεταφέροντας έναν χαοτικό παλμό από ακτινοβολούντα βίντεο σε ένα εκλεκτό κοινό που διέκοπτε την εγκωμιαστική προσήλωσή του στην επιτραπέζια γαστριμαργία μόνο για να χειροκροτήσει ενθουσιωδώς και αδιακρίτως το οτιδήποτε.



Μετά τις 10.30 στη θεατρικού ύφους και μεγέθους σκηνή ανέβηκε ο πρόεδρος του καναλιού για να απευθύνει έναν σύντομο χαιρετισμό. Ο Σεραφείμ Φυντανίδης, ο οποίος είχε πλέον αποκτήσει τον μετοχικό έλεγχο του καναλιού -που παλιότερα ήταν γνωστό ως 902, με το ΚΚΕ στο οποίο ανήκε να το έχει μεταβιβάσει το προηγούμενο καλοκαίρι σε νέους ιδιοκτήτες- σαν να δίστασε για λίγο πάνω στην εξέδρα. Ζύγωσε αμήχανα το μικρόφωνο χαμογελαστός και πράος καλωσορίζοντας τους καλεσμένους. Πίσω του οι αντανακλάσεις από τις ζαλιστικά υπέρλαμπρες γιγαντοοθόνες και μπροστά του το μάταια διασκεδαστικό μουρμουρητό του κόσμου έμοιαζαν να εγκλωβίζουν μελαγχολικά την επιβλητικά σωματώδη φιγούρα του. Ομως το αντινομικό αυτό σκηνικό δεν κατάφερε να τιθασεύσει τα ισχυρά αποθέματα ενέργειας ενός ανθρώπου που είχε γνωρίσει από τα παιδικά του χρόνια την αγριότητα της ευθύνης.



Με τη γνώριμη ζεστή βραχνή φωνή του με το χαρακτηριστικό σφύριγμα στο σίγμα ανέπτυξε μεστά και γλαφυρά τους στόχους της νέας σεζόν για το κανάλι του, πρόσθεσε μερικές πινελιές χιούμορ, ανέσυρε μερικές αντιθέσεις Αριστεράς – Δεξιάς και επανέφερε μερικές διαφορές Ανατολής – Δύσης πριν επιστρέψει στο τραπέζι του ανάμεσα σε οικεία και φιλικά του πρόσωπα. Ωστόσο και εκεί, μέσα στην παραζάλη της κοσμοσυρροής και την ηχητική μέθη του μουσικού προγράμματος, φαινόταν σχετικά αποξενωμένος.



Οχι απογοητευμένος ούτε παράταιρος ή υπό ασφυξία στον τρέχοντα αναβρασμό των media σε περίοδο ανυπόφορης οικονομικής κρίσης. Πιθανόν, κάπως ρομαντικά αναπολώντας τον μισό αιώνα ενασχόλησης με την πολιτική ζωή, να σκεφτόταν, καθώς είχε ήδη πρόσφατα αναφερθεί, τον στίχο του Βιζυηνού, γραμμένο πριν από 100 χρόνια στο ψυχιατρείο: «…μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου».



Απλώς έτυχε εκείνο το πολύβουο βράδυ, στην τελευταία δημόσια εμφάνισή του πριν «φύγει» προδομένος από την καρδιά του, να δείχνει μάλλον γαλήνια μόνος. Πιο κοντά ίσως στην «Ασκητική» του Καζαντζάκη παρά στα «Γιγαντογραφημένα πάθη» του Ραμπελαί. Πιο κοντά στο μέτρο και στον στοχασμό του εφημεριδά, παρά στην προχειρολογία και την απελευθερωτική έκσταση της τηλεοπτικής οθόνης. Εξάλλου, ο Σεραφείμ Φυντανίδης ποτέ του δεν πρόδωσε το τυπωμένο χαρτί.



Ισως απλώς να υπέκυψε στους απαράβατους νόμους της επιβίωσης. Σε όλη του, όμως, τη ζωή ο άνθρωπος που είχε διατυπώσει ρεαλιστικά ότι «αν δεν έχει κυκλοφορία η εφημερίδα, δεν έχει φωνή», δεν έπαψε να είναι δημοσιογράφος και με ζήλο να υπερασπίζεται την ακεραιότητα του λειτουργήματος. Απέναντι στο παλιό ρητό «η δημοσιογραφία είναι ένα θαυμάσιο επάγγελμα, αρκεί να το εγκαταλείψεις εγκαίρως», αυτός αντέταξε μια στέρεα ηθική στάση. Δεν μπήκε στη δημοσιογραφία για να διοριστεί, να βολευτεί, να εκλεγεί, να γίνει πολιτικός.



Πορεύτηκε με τις αγαθές επιδιώξεις του φτωχόπαιδου από το Περιστέρι που μετεξέλιξε από την πένα στη σελίδα τις επιθυμίες του σε θαρραλέο λόγο, αλλά όχι και σε πεισματικά θρασύ αίτημα προς την εκάστοτε εξουσία. Αφοπλιστικά, άλλωστε, πριν από τρία χρόνια όταν συνελήφθη κοντά στο σπίτι του στο Ψυχικό από το ΣΔΟΕ για οφειλές προς το Δημόσιο λόγω μη καταβολής ΦΠΑ, δήλωσε: «Τακτοποιώ τις οφειλές μου με λεφτά που μου δίνουν φίλοι μου. Είμαι άνεργος τα τελευταία τέσσερα χρόνια και βρίσκομαι σε πολύ δυσχερή οικονομική κατάσταση. Αλλά τις κόρες μου δεν τις διόρισα πουθενά».



Μια ειλικρινή παραδοχή που στους επαγγελματίες της ταπεινοφροσύνης θα φάνταζε μάλλον ανυπόφορη. Οχι, όμως, για τον πρώην διευθυντή της «Ελευθεροτυπίας», του οποίου η πένθιμη έξοδος από τη ζωή συναρτάται, κατά τραγική ειρωνεία και δραματική ένταση, με τη σχεδόν ταυτόχρονη παρακμή της ιστορικής και άλλοτε κραταιάς εφημερίδας.



Με τη σύζυγό του Βιργινία Βεντουράκη. Τους πάντρεψε ο Κίτσος Τεγόπουλος, ο οποίος μάλιστα «λάδωσε» τον παπά για να μην πει πολλά λόγια στο μυστήριο



Ο Φυντανίδης, επί 31χρόνια, από τον Ιούνιο του 1976 έως τις 27 Απριλίου του 2007, ως διευθυντής της «Ελευθεροτυπίας» διαμόρφωσε καθοριστικά το τοπίο της έντυπης ενημέρωσης βάζοντας τη σφραγίδα του στην τεκμηρίωση της δημόσιας έκφρασης, την προστασία των συνταγματικών ελευθεριών, την αναζήτηση και ανάδειξη νέων ιδεών και πολιτιστικών ρευμάτων. Μεγάλη και αναγνωρισμένη διαδρομή για ένα παιδί που γεννήθηκε στους προπολεμικούς οικισμούς των μετέπειτα δυτικών προαστίων και μεγάλωσε μέσα στις στερήσεις και τις κακουχίες της Κατοχής.



Ανδρώθηκε στο μετεμφυλιακό Περιστέρι της τρύπιας τσίγκινης στέγης και του ραγισμένου σοβά των πλίνθινων προσφυγικών παραπηγμάτων, σε αποπνικτικό περιβάλλον σκόνης, κάρβουνου και λάσπης, με υποτυπώδη αποχέτευση και επιλεκτική ηλεκτροδότηση. Ατίθασος ως πιτσιρικάς, ανυπότακτος στις συμβάσεις της εποχής, έβγαινε τσάρκα από το παράθυρο του σπιτιού του όταν οι συμμαθητές του έπεφταν για ύπνο, κάπνιζε, έπινε και έβριζε από έφηβος στα καπηλειά της γειτονιάς, συχνά ακολουθώντας τον πατέρα του.



Κράμα ανυπακοής αλλά και τρυφερότητας και έννοιας για τη συνομήλικη παρέα του, δεν οχυρώθηκε πίσω από οτιδήποτε προκειμένου να αποδείξει τον πραγματικό του εαυτό, τη δική του νεανική «τρέλα» με τα τσιγάρα, τα ποτά, τα ξενύχτια, τα κορίτσια, τις αλητείες. Ο Σεραφείμ δεν ήταν επίπλαστος, ντροπαλός και ψοφοδεής, άλλωστε οι μώλωπες και οι γρατσουνιές του το μαρτυρούσαν. Τα λόγια δεν του έκαιγαν τη γλώσσα, ο θυμός του δεν ήταν αυτάρεσκος, τα αισθήματά του εκφράζονταν ντόμπρα.



Με τον εκδότη της «Ελευθεροτυπίας» Κίτσο Τεγόπουλο



Ποτέ του στα νιάτα του δεν βάδισε σε ελικοειδείς γραμμές, ασαφείς και σκόρπιες, αφού η εσωτερική του πυξίδα τού όριζε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ επιτρεπτού και απαγορευμένου. Μπούσουλας ακεραιό­τητας που στην κατοπινή καριέρα του τον βοήθησε να μην ενδώσει στον λαϊκισμό και τον ασύδοτο εγωκεντρισμό που διέκρινε, αν δεν συνεπήρε κιόλας, τη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Στα 12 κιόλας χρόνια του είχε αποφασίσει να γίνει δημοσιογράφος.



Ο δάσκαλος που είχε διακρίνει το ταλέντο του στο γράψιμο, την παρατήρησή του και την υπομονή με την οποία μεταμόρφωνε την παιδική του αταξία σε άψογο χειρόγραφο τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί ήδη από το σχολείο με πολλές ερασιτεχνικές εκδόσεις. Στα 16 του τον πυροβόλησε άθελά του ο καλύτερός του φίλος μες στην κουζίνα του σπιτιού του, ανήμερα των γενεθλίων του. Τον κοινώνησαν γιατί πίστευαν ότι θα πέθαινε. Σώθηκε, αφού προηγουμένως είδε τον χάρο με τα μάτια του.



Η αποκάλυψη τού πόσο εύθραυστη μπορεί να γίνει η ζωή τόνωσε ακόμα περισσότερο την ορμητικότητά του αποχρωματίζοντας τη χροιά συστολής που τρύπωνε στην αυτοπεποίθησή του. Δεν τον έκανε, όμως, κυνικό αλλά παθιασμένο εραστή της ζωής. Αποφοίτησε με «λίαν καλώς» από την Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, αλλά «ουδεμία σχέση είχα με τον homo economicus», όπως χαρακτηριστικά είχε τονίσει. Τη στήριξή του όσο χρόνο σπούδαζε την ανέλαβε με θυσίες η μάνα του. Λέγεται πως έπλενε σκάλες για να τον συνδράμει οικονομικά. Πράγμα που ο γιος της θα της το χρωστούσε με βαθιά ευγνωμοσύνη και απέραντη λατρεία για όλη τη μακρά ζωή της.



Ως πενιχρή ανταπόδοση των πολλαπλών στερήσεων και της ακάματης δουλειάς της για να τον μορφώσει, όταν ο Σεραφείμ απέκτησε κάποια οικονομική άνεση της αγόρασε μια ευπρεπή μονοκατοικία στο Περιστέρι -στα πατώματα και τα πλακάκια της οποίας είχε λιώσει κάποτε με τα απορρυπαντικά τα χέρια της για να την καθαρίζει- προκειμένου να ζήσει πλέον όπως δικαιούνταν, σαν περήφανη αρχόντισσα.



Σεπτέμβριος του 1991, φυλακισμένος στον Κορυδαλλό με τον τρομονόμο της



κυβέρνησης Μητσοτάκη επειδή δημοσίευσε



προκήρυξη της 17Ν. Ο Φυντανίδης κρατά στο χέρι του κούπα-σουβενίρ από το Αλκατράζ



Στα βαθιά της δημοσιογραφίας Ανάμεσα στις ακράδαντες πεποιθήσεις του, άλλωστε, η μόρφωση αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση στο δημοσιογραφικό επάγγελμα για να κινείται ο κάτοχός της σε πλήθος γνωστικών πεδίων. Αργότερα πρόσθεσε στα δημοσιογραφικά προσόντα του τη λογοτεχνία, την ποίηση, την καλή μουσική, την Ιστορία και μια ξένη γλώσσα. Γνωστικούς τομείς στους οποίους παρασύρθηκε απολαυστικά χάριν της ανέκκλητης συγκίνησης που προσφέρει το κείμενο. Γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι πάντα ο άνθρωπος, το ήθος και οι αρχές θα βρίσκονται πάντα πίσω από κάθε σύγγραμμα και είδηση. Με αυτές τις βαθιά ριζωμένες μέσα του αντιλήψεις βούτηξε στα βαθιά του επαγγέλματος. Δούλεψε από τα 18 του στο προδικτατορικό «Εθνος», συνέχισε στην «Απογευματινή» την περίοδο της χούντας ως συντάκτης ύλης και αρχισυντάκτης, ενώ για δύο χρόνια περίπου κατά τη Μεταπολίτευση διετέλεσε διευθυντής σύνταξης στην «Ακρόπολη». Ωσπου το 1976 του ανατέθηκε το πηδάλιο της νεοσύστατης «Ελευθεροτυπίας».



Ο εκδότης της, Κίτσος Τεγόπουλος, τον εμπιστεύτηκε απόλυτα, με αποτέλεσμα να δεθούν με πολύχρονη φιλία. Και εκεί στο κτίριο της οδού Κολοκοτρώνη 8, ο 39χρονος τότε διευθυντής ξεδίπλωσε μοναδικά το πλούσιο ταλέντο του, εμφυσώντας νέα δημιουργική πνοή στη δημοσιογραφική δουλειά, προσπαθώντας να επαναφέρει την αξιοπρέπεια σε έναν χώρο που είχε πληγεί στο πρόσφατο παρελθόν από συμφεροντολογικούς συμβιβασμούς και συγκαλύψεις. Απηχώντας μια κοινωνία που είχε απαυδήσει από τις εκάστοτε επικύψεις της λεγόμενης 4ης εξουσίας στα τερτίπια της πολιτικής τάξης, επιχείρησε απεμπλοκή από οποιουσδήποτε καταναγκασμούς.



Αλλοτε επιτυχημένα, όπως στη μεγάλη έρευνα της εφημερίδας για τα άπλυτα της Εθνικής Τράπεζας ή τη μαχητική αντίδρασή της στον φιμωτικό τρομονόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, και άλλοτε με παλινωδίες, όπως απέναντι στις πολιτικές ευθύνες για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Εκεί, όμως, που ο Φυντανίδης αναδείχτηκε σε πραγματικό μαέστρο ήταν στην αποφόρτιση εντάσεων, στη διατήρηση ισορροπιών μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, καθώς και στον άψογο συντονισμό των νημάτων που παρήγαν ένα εξαιρετικό, για την εποχή, δημοσιογραφικό προϊόν. Από τον πέμπτο όροφο που στεγαζόταν το γραφείο του, ανάμεσα σε ξένες εφημερίδες, στα γράμματα των αναγνωστών, σε βιβλία, χαρτιά, σημειώσεις, μελάνια και σταχτοδοχεία τίγκα στα αποτσίγαρα, διέδιδε μάλλον ασυνείδητα με την άνετη, ανεπίσημη και ευγενική ιδιοσυγκρασία του τον ανεξίτηλο μύθο του εφημεριδάνθρωπου που προξενούσε εκρήξεις μνησικακίας στους εκδοτικούς αντιπάλους της «Ελευθεροτυπίας».



Αιτία του παροξυσμού φθόνου το ανυπολόγιστο πείσμα, το πάθος και τα «γκάζια», η αγρύπνια του δίχως στάλα ύπνο για να βγάλει έκτακτο παράρτημα σε έκτακτα γεγονότα, όπως όταν δολοφονήθηκε ο Παύλος Μπακογιάννης το 1989, όταν οι άλλοι ακόμη κοιμόντουσαν.



Τα «ισόβια δεσμά» της εφημερίδας Τον πραγματικό του ζωντανό θρύλο, όμως, τον έχτιζε με την ανεπιτήδευτα αντικομφορμιστική του στάση εκτός γραφείου. Στον δρόμο τα χαράματα μετά το «κλείσιμο» της εφημερίδας, καθ’ οδόν για το κοντινότερο ρεμπετάδικο. Στην μπάρα του εγγύτερου διανυκτερεύοντος ποτάδικου όταν, γαλαντόμος, ανοιχτοχέρης και πρόσχαρος, κερνούσε τους συναδέλφους του δημοσιογράφους, νέους, μαθητευόμενους και παλιούς. Στο παρκαρισμένο αυτοκίνητό του έξω από την εφημερίδα όπου κοιμόταν μετά το ολονύχτιο χανγκόβερ, ώστε να φτάσει χειμαρρώδης και φρέσκος το πρωί, πρώτος στην εφημερίδα. Στο ατημέλητο ντύσιμο που ξεπερνούσε τη λεπτή αίσθηση του γούστου του, όταν έφτανε στο γραφείο με παράταιρες κάλτσες. Μεράκι, αντοχές, ψυχραιμία, τόλμη, χιούμορ, η θυελλώδης ταυτότητα κύρους και αίγλης ενός εφημεριδά που είχε εξοβελίσει με τη δημοσιογραφική του ασπίδα κάθε υπόνοια ξιπασιάς ή χειραγώγησης και κάθε ενδεχόμενη απόπειρα προληπτικής λογοκρισίας.



Η διεκδίκηση της καταγραφής της άποψης των δημοσιογράφων είχε επί των ημερών του γίνει δικαίωμα. Ο έρωτάς του με το αντικείμενο τον καταδίκαζε στα «ισόβια δεσμά» της εφημερίδας, όπως τόνιζε περιπαιχτικά, αλλά και με μια δόση βαθιάς ικανοποίησης για όσες περιπετειώδεις εμπειρίες βίωνε στην εφημερίδα.



Μόνο που ο στραγγαλιστικός βρόχος των «ισόβιων δεσμών» είναι μια φλύαρα παραισθητική κατάσταση στην ελεύθερη αγορά εργασίας. Μετά τον θάνατο του Κίτσου Τεγόπουλου έληξε έπειτα από ρήξη με τη διάδοχο και κόρη του εκδότη Μάνια, η «ερωτική σχέση» του ίδιου και της εφημερίδας. Και τα περιβόητα «ισόβια δεσμά» λύθηκαν στις 27 Απριλίου του 2007, όταν ο διευθυντής της «Ελευθεροτυπίας» δήλωσε την παραίτησή του είτε επειδή δεν θέλησε να δεχτεί περικοπές στον μισθό του, είτε εξαιτίας του περιορισμού των αρμοδιοτήτων του.



Οπως κι αν είχε, στα 70 του ο Σεραφείμ Φυντανίδης ήταν αναγκασμένος πλέον να πορευτεί σε



δύσκολα μονοπάτια, καθώς μόλις είχε υπερβεί τα σύνορα ενός παράφορου έρωτα διαρκείας, τα οποία μάλλον θεωρούσε πάντοτε απαραβίαστα. Ηταν μια τραγικά αμήχανη στιγμή για τον ίδιο που δεν θα την ανακούφιζε ένας γερός ύπνος και δυο ποτήρια κρασί με την παρέα. Πρόλαβε, πάντως, να προβλέψει το τέλος της εφημερίδας τονίζοντας: «Δεν έχει μέλλον η “Ελευθεροτυπία”, η Μάνια Τεγοπούλου πέρασε σαν τουρίστρια από τα γραφεία».



Ωστόσο, η αποχώρησή του από την εφημερίδα χάρισε την αφορμή στις απανταχού ιερεμιάδες να θρηνούν για το άδοξο τέλος του. Δεν τους έκανε το χατίρι να επιβεβαιώσει τις μεμψιμοιρίες τους.



Η αλήθεια πάντως είναι ότι μετά την οριστική απώλεια του μεγάλου -πράγματι- μισθού του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Η γνωριμία του με τη δεύτερη γυναίκα του Βιργινία Βεντουράκη, την οποία ερωτεύτηκε παθιασμένα και την παντρεύτηκε με κουμπάρο τον Κίτσο Τεγόπουλο -ο οποίος στην τελετή «λάδωσε» τον παπά να πει γρήγορα τα λόγια του μυστηρίου-, καθώς και η υποτιθέμενη εμπλοκή του με τις μη κερδοφόρες επιχειρηματικές της δραστηριότητες λέγεται πως εξανέμισαν ένα παχυλό κομπόδεμα, το οποίο είχε συγκεντρωθεί από χρόνια κοπιαστικής δουλειάς. Αλλά και πάλι, η συντήρηση ενός σπιτιού στο Ψυχικό, η ανατροφή ενός μικρού παιδιού και η φροντίδα ενός εντυπωσιακού εξοχικού στην Τήνο απαιτούσαν και κάμποσα εισοδήματα πέρα από σκοτούρες.



Ο Σεραφείμ Φυντανίδης μαζί με τον εκδότη του ΔΟΛ Σταύρο Ψυχάρη



Ο υποδειγματικός μαχητής σε όλη του τη ζωή Φυντανίδης δεν παραδόθηκε βορά σε άθλιους ψιθυριστές και χλευαστικούς επικριτές, οι οποίοι τον παρέδιδαν ανεύθυνα σε δημόσια θέα ως οικτρό θύμα της δικής του αλαζονείας και οικονομικό ερείπιο μιας καθυστερημένης εκδήλωσης εγωπάθειας. Χωρίς πανικό, διαυγής, δραστήριος και θαρραλέος, βούτηξε και πάλι στον θόρυβο των μιντιακών μαχών. Η οικονομική ανάγκη δεν ήταν γι’ αυτόν βολικό άλλοθι για επούλωση πληγών ή πιστοποιητικό λύτρωσης από ενδεχόμενα λάθη και παραλείψεις. Ηταν ακόμα και μια τεκμηρίωση της φυσικής του κατάστασης, ένα στάδιο ενεργής βιολογικής υφής που δεν ήταν υποχρεωμένος να το αποδεχτεί ως παρακμή μετά την αποχώρησή του από την εφημερίδα με την οποία σύνδεσε το όνομά του.



Ανασκουμπώθηκε, παρηγορήθηκε με τη σκέψη ότι η επόμενη δράση θα ερχόταν φυσικά και αβίαστα, φτάνει να επαγρυπνούσε με τον τρόπο που ο Μάκβεθ έχασε τον αθώο ύπνο του. Και συνέχισε ακμαίος την πορεία του. Πρώτα στην κρατική τηλεόραση με τις δικές του ευπρεπείς εκπομπές, το «Χθες, Σήμερα, Αύριο» και το «Οι παρέες γράφουν ιστορία». Ακολούθησε με ενθουσιασμό η θέση ειδικού συμβούλου στην τηλεόραση του ALPHA και του Ράδιο 98,9 FM. Κατόπιν ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας «6 ημέρες», ενώ το τελευταίο χρονικό διάστημα ήταν πρόεδρος του καναλιού Ε.



Το ουσιαστικό ήταν πως όλη αυτή την επταετία δεν παραδόθηκε στη μοιρολατρία, δεν υποτάχθηκε σε αμφίβολες τονωτικές ψευδαισθήσεις και δήθεν ενθαρρυντικά ψέματα, δεν υπέκυψε σε μια σκελετωμένη σύνταξη, δεν παραιτήθηκε υπέρ των θολών παράσημων μιας παρωχημένης ανδρείας. Κρατήθηκε με επιβαρημένη υγεία στις επάλξεις του ονόματός του που συνόδεψε με αιχμηρές αράδες και δηκτικούς τίτλους, κρίσιμα επεισόδια της έντυπης μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας. Και, έστω με περισταλμένη τη γραφίδα, συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του όχι μόνο για τον επιούσιο, αλλά και ενάντια στην εκδικητικότητα της λησμονιάς, την απολιθωμένη ξιπασιά και την αποτρόπαια συντροφιά του φόβου. Νυχτερινή διασκέδαση συντροφιά με τον Δημήτρη Ψαθά, στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα». Ο Κυρ σπάει ένα πιάτο για να δείξει στον Ψαθά ότι έχει άδικο να κατηγορεί τους «πιατάδες». Ορθιος αριστερά στην άκρη της φωτογραφίας ο Κίτσος Τεγόπουλος



Τον πήγαν για ένα απλό στεντ και τους πέθανε… Την Κυριακή μπήκε με αρρυθμίες σε ιδιωτικό θεραπευτήριο και τα Χριστούγεννα κατέληξε στο Ιπποκράτειο



Σοβαρά ερωτήματα που ίσως δεν απαντηθούν ποτέ προκύπτουν από την τραγική κατάληξη που είχε η φαινομενικά απλή επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε ο Σεραφείμ Φυντανίδης. Επειτα από σκληρή μάχη επί τέσσερα 24ωρα στα νοσοκομεία Ευρωκλινική και Ιπποκράτειο, ο παλαίμαχος δημοσιογράφος άφησε την τελευταία πνοή του το βράδυ των Χριστουγέννων ενώ υποβαλλόταν σε μια ακόμη βαριά επέμβαση. Μια επέμβαση-απέλπιδα προσπάθεια για να σταματήσει η ακατάσχετη εσωτερική αιμορραγία, η οποία όμως δεν κατέστη δυνατόν να αντιμετωπιστεί.



Ο 77χρονος είχε εισαχθεί στην Ευρωκλινική την περασμένη Κυριακή με αρρυθμίες και ο επικεφαλής της Καρδιολογικής κλινικής κ. Δημήτριος Αθανασιάς τον υπέβαλε σε αγγειοπλαστική – από τη στεφανιογραφία διαπιστώθηκε ότι είχε στένωση αορτής κατά 90% και του τοποθέτησαν στεντ. Τα εργαστηριακά ευρήματα, όπως λέει νοσοκομειακή πηγή, έδειχναν οξύ στεφανιαίο νόσημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα. Μέσα στο πρώτο 24ωρο όμως η πορεία του ασθενή δεν ήταν η αναμενόμενη και τα συμπτώματα που εμφάνιζε έκαναν τους γιατρούς να εκτιμήσουν ότι μπορεί να έχει υποστεί και πνευμονική εμβολή. Η αξονική τομογραφία θώρακα στην οποία υποβλήθηκε έφερε αντιμέτωπους τους γιατρούς με έν



Via




www.adieX odos.gr






















from adieXodos.gr http://www.adiexodos.gr/2014/12/blog-post_218.html

via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου