Ενοχλημένος φαίνεται να είναι ο κ. Γιάννης Γιακουμάκης, θείος του αγνοούμενου φοιτητή για 25η μέρα, από την παρέμβαση της Έλενας Ακρίτα η οποία έστειλε επιστολή στον yπουργό Προστασίας του Πολίτη τον κ. Πανούση με αιχμή το…
θέμα του Βαγγέλη και μία καταγγελία η οποία δημιούργησε τεράστιο θέμα και αναστάτωση στους πολιτικούς κύκλους αλλά και στο διαδίκτυο, αφού έκανε λόγο για εμπλοκή προσώπου πολιτικού στην υπόθεση εξαφάνισης του Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Η αντίδραση του εκπροσώπου της οικογένειας του κ. Γιάννη Γιακουμάκη ήταν άμεση και εκείνος μιλά αποκλειστικά για το θέμα αυτό στο , ξεκαθαρίζοντας ότι έχει ενοχληθεί από την κίνηση αυτή της κ. Ακρίτα και σημειώνοντας, για μία ακόμη φορά, ότι το μόνο πράγμα που ενδιαφέρει την οικογένεια είναι να βρεθεί ζωντανός, σώος και αβλαβής ο Βαγγέλης.
Για το θέμα που προέκυψε με την επιστολή της Έλενας Ακρίτα στον υπουργό κ. Πανούση θα πει: «Η κυρία Ακρίτα, ύστερα από ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα τηλεοπτικής ή και συγγραφικής παρουσίας, θεώρησε απαραίτητο και πάντα μέσα στo πλαίσιo της απέλπιδος προσπάθειάς της να επανέλθει με κάποιο τρόπο στα τηλεοπτικά δρώμενα ασχολήθηκε με το τραγικό κατά τα άλλα θέμα του αγνοούμενου Βαγγέλη Γιακουμάκη θεωρώντας ότι κάνοντας αυτήν την παρέμβαση θα ασχοληθούν κάποιοι μαζί της για να επανέλθει έστω με αυτόν τον τρόπο και πάλι στη δημοσιότητα».
Σύμφωνα με όσα λέει ο γνωστός ποινικολόγος Γιάννης Γιακουμάκης, θείος του Βαγγέλη και δικηγόρος που εκπροσωπεί την οικογένεια του νεαρού δεν γίνεται κατανοητός ο απώτερος σκοπός της συγκεκριμένης κίνησης και των δηλώσεων της κυρίας Ακρίτα: «Δεν κατανοούμε τον απώτερο σκοπό της συγκεκριμένης κίνησης καθώς και των δηλώσεών της όταν στην πολύ συγκεκριμένη τραγική ιστορία τα ζητούμενα ουσιαστικά είναι και θα έπρεπε να είναι δύο μόνο πράγματα: Να βρεθεί ο συγκεκριμένος 20χρονος σώος αβλαβής και φυσικά ζωντανός και δεύτερον να αφήσουμε την αστυνομία να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το έργο της, η οποία βεβαίως βρίσκεται ακόμη στο στάδιο των ανακρίσεων των ενόρκων εξετάσεων και σε συνδρομή πάντα με το Λιμενικό, την Πυροσβεστική και την ΕΜΑΚ και σε απόλυτη και άμεση συνεργασία εξακολουθούν την έρευνα προς όλες τις κατευθύνσεις, για την εύρεση -το συντομότερο δυνατό- του αγνοούμενου Βαγγέλη. Στο θέμα των υπαινιγμών της περί εμπλοκής βουλευτή στην υπόθεση, χωρίς να κατονομάζει, με αόριστες και γενικόλογες εκφράσεις δεν νομίζω ότι βοηθά κάπου στην εξέλιξη της υπόθεσης και την πορεία των ερευνών», καταλήγει.
Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή που έγραψε η Έλενα Ακρίτα: Κύριε Υπουργέ Δημόσιας Τάξης,
Τον Βαγγέλη Γιακουμάκη και τα μάτια σας! Απευθύνομαι σε σας γιατί: Είστε υπεύθυνος για τις έρευνες, ως υπουργός Δημόσιας Τάξης. Είστε πανεπιστημιακός δάσκαλος. Πρύτανης και καθηγητής Εγκληματολογίας – συνεπώς άριστος γνώστης του αντικειμένου. Είστε γονιός. Έχετε εντρυφήσει στο θέμα. Στο άρθρο σας «Ενδοσχολική βία: Χωρίς όρια και χωρίς ορίζοντα;» επισημαίνετε: Στη χώρα μας το πρόβλημα της σχολικής βίας αναζωπυρώθηκε τόσο με την τραγική υπόθεση του Άλεξ όσο και με τη βιντεοσκόπηση «βιασμού» μαθητρίας στην Αμάρυνθο».
Σήμερα μοιράζομαι μαζί σας κάποιες σκέψεις που αφορούν στην τραγωδία του νεαρού Βαγγέλη Γιακουμάκη, με άγνωστο -μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι αράδες- τέλος:
1. Θέλω να πιστεύω πως οι έρευνες δεν έχουν αφεθεί μόνο στην άξια συνάδελφο μου Αγγελική Νικολούλη, ούτε μόνο στις αξιέπαινες πρωτοβουλίες των πολιτών.
2. Έχει κινητοποιηθεί και σε ποιον βαθμό η Αστυνομία; Αλήθεια, όοοολοι αυτοί οι ένστολοι που ανά δεκάδες φυλάνε τα σπίτια του κάθε απίθανου πολιτικού και δημοσιογράφου (πολλοί εκ των οποίων μια χαρά μπορούν να πληρώσουν φρουρούς απ’ την τσέπη τους) έχουν ΗΔΗ αποσπαστεί για να επιστρέψουν στην υπηρεσία του πολίτη; Και εν προκειμένω, στην διαλεύκανση της υπόθεσης;
3. Οι βασανιστές του παλικαριού μιλάνε για «πλάκες», «καψόνια» κι άλλα χαλαρά. Μετατρέψανε ένα ευαίσθητο, τρομαγμένο, ευάλωτο παιδί σε ανθρώπινο τζουκ μποξ (του πετάγανε κέρματα για να τραγουδάει και να το ξεκλειδώσουν από τη ντουλάπα που το φυλακίζανε).
Το βασανίσανε, το διαπομπεύσανε, το ξεφτιλίσανε, το οδηγήσανε στους δρόμους να εκλιπαρεί για μια μπουκιά ψωμί, για ένα εισιτήριο να φύγει όσο πιο μακριά μπορεί, για ένα χέρι βοήθειας που δεν απλώθηκε ποτέ.
4. Τι προβλέπει ο Νόμος για τους βασανιστές του, κύριε Υπουργέ; Ποια η ποινή τους αν βρεθεί το παιδί – και ποια η ποινή τους αν κάτι τραγικό (ούτε να το ξεστομίσω δεν μπορώ) προκύψει;
5. Ενώ η ΕΔΕ είναι ακόμα σε εξέλιξη, ο Αστυνομικός Διευθυντής Ηπείρου κ. Κώστας Τρομπούκης δήλωσε: «Δεν με πείθει το σενάριο bullying. Κανένας δεν έχει καταθέσει επίσημα ότι ο Βαγγέλης είχε Πέσει θύμα bullying. Όλοι μιλάνε με γενικότητες». Θα ερευνηθούν σε βάθος τα στοιχεία που οδηγούν τον κ. Τρομπούκη σε αυτό το συμπέρασμα;
6. Όλοι όσοι «μιλάνε με γενικότητες» και δεν καταθέτουν ευθέως εναντίον των βασανιστών – βάσει νόμου είναι συνεργοί; Οι ‘μάρτυρες’ που δεν ‘μαρτυρούν’ – γιατί φοβούνται – έχουν μερίδιο ευθύνης; Η ερώτηση μου δεν είναι ρητορική. Ειλικρινά προσπαθώ να διακρίνω τα όρια ανάμεσα στην παθητικότητα και την ‘δια της σιωπής’ ενεργή συμμετοχή.
Και τέλος – πολύ σημαντικό:
7. Στην υπόθεση αυτή εμπλέκεται γνωστός πολιτικός άνδρας. Ένας «πρωτοκλασάτος» Κρητικός βουλευτής ο οποίος συγκάλυπτε τη συμμορία, μεσολάβησε για να μην διώξουν ‘τα παιδιά’ από τη Σχολή και κουκούλωνε την τραγωδία.
Τι θα γίνει με αυτόν τον τύπο; Γιατί κανείς δεν τον κατονομάζει; Ποιος τον καλύπτει και γιατί; Προσωπικά – μετά από δημοσιογραφική έρευνα – είμαι 90% βέβαιη για την ταυτότητα του: Το υπόλοιπο 10% δυστυχώς με εμποδίζει να το δημοσιοποιήσω.
Θα βγει στη σέντρα ο κύριος αυτός; Και το πιο σημαντικό: Αν -ο μη γένοιτο- έχει συμβεί κάτι στο παλικαράκι – έχει ποινικές ευθύνες ως ηθικός αυτουργός ή όπως αλλιώς το λέτε εσείς οι νομικοί, τέλος πάντων;
Αφήνω τους γονείς απ’ έξω και διατυπώνω όσο μπορώ πιο προσεχτικά την επόμενη πρότασή μου, γιατί πολλά ακούγονται και γράφονται: Ίσως -ΙΣΩΣ- στο οικογενειακό περιβάλλον κρύβεται η εξήγηση γιατί το παιδί δεν στράφηκε στο σπίτι του να ζητήσει βοήθεια. Αλλά ας μην το προχωρήσω άλλο: Δεν παύουν να είναι γονείς και σέβομαι τον πόνο και την αγωνία τους. Τις όποιες ευθύνες -Αν – ΑΝ- υπάρχουν, ας τις βρουν εκείνοι με την συνείδησή τους.
Κύριε Υπουργέ Δημόσιας Τάξης, οι απαντήσεις στα ερωτήματα αφορούν ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Γιατί ο Βαγγέλης είναι το παιδί όλων μας. Το δικό μου παιδί. Το δικό σας παιδί. Κι όπως εσείς γράψατε στο άρθρο σας: Υποβαθμισμένη ζωή, υποβαθμισμένο σχολείο, υποβαθμισμένα όνειρα, κοινωνικός αποκλεισμός, ανασφαλής ζωτικός χώρος επιβίωσης, πανοπτική κοινωνία γενικής και ειδικής παρακολούθησης όλα αυτά και όλοι αυτοί τους κρύβουν τον ήλιο του μέλλοντός τους.
Και -ως γνωστόν- χωρίς φως (ή προσδοκία φωτός) χάνει την αξία του οποιοσδήποτε αγώνας (στην τάξη ή και στη ζωή)».
Εν αναμονή της απάντησής σας
Έλενα Ακρίτα». Η απάντηση Πανούση
Mε τη σειρά του ο αναπληρωτής υπουργός Δημοσίας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, Γιάννης Πανούσης, απάντησε μέσω email στην επιστολή της Έλενας Ακρίτα.
Ο κ. Πανούσης αναφέρει πως
«οι ποινικές ευθύνες θα καταλογιστούν όταν εντοπιστούν οι ένοχοι της «βαρβαρότητας» και οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Το ίδιο ισχύει με πράξεις ή παραλείψεις των αρμοδίων δημοσίων οργάνων και σημειώνει πως «η εμπλοκή οποιουδήποτε πολιτικού και για οποιονδήποτε λόγο απόκρυψης είναι τόσο αποδοκιμαστέα ώστε θα έπρεπε για λόγους ηθικής τάξης και παραδειγματισμού ο αρχηγός του κόμματός του να τον αποβάλει από τη Βουλή».
Ακολουθεί το email του υπουργού, το οποίο δημοσιοποίησε η Έλενα Ακρίτα στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Τα Νέα. Αγαπητή κυρία Ακρίτα,
Σας συγχαίρω και σας ευχαριστώ που ανοίξατε αυτό το θέμα που σίγουρα δεν είναι μόνον αστυνομικό.
Θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ ορισμένες σκέψεις μαζί σας.
Η πρόληψη της παραβατικότητας στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο συνδέεται άρρηκτα με την εκπαιδευτική πολιτική (αρκεί να μη λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα ως αποκλειστικός θεσμός κοινωνικού ελέγχου) αλλά και με μια κοινοτική εκπαιδευτική οικολογία (που εντάσσει τη σχολική μονάδα στον κοινωνικό ιστό). Οι εν-τάσεις και οι συγ-κρούσεις μέσα στο εκπαιδευτικό περιβάλλον δεν παραπέμπουν υποχρεωτικά στην «εγκληματική βία» αφού τα υφέρποντα ή και εμφανή κίνητρα συνδέονται περισσότερο με το γόητρο, το παληκαριλίκι, την ισχύ, την εξουσία ή ακόμα με την ανισότητα και την υποβάθμιση. Πέρα δηλαδή από τα όποια ατομικά χαρακτηριστικά δράστη/ δραστών και θύματος/ θυμάτων, το κοινωνικό, πολιτισμικό και εκπαιδευτικό οικοσύστημα καθορίζει τους όρους και τους τρόπους εμφάνισης του φαινομένου.
Οι αποϊδανικοποιήσεις (γονιών, δασκάλων, φορέων) και η αναζήτηση προσωπικών (και όχι «δανεισμένων») εμπειριών οδηγούν σε συχνά επώδυνες αυτονομήσεις.
Τα όρια και τα περιθώρια της μάθησης από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, από το σπίτι στο σχολείο, από τη γονεϊκή υπερπροστατευτικότητα στη σχολική συμμόρφωση συχνά καταλήγουν σε ανομικές εκ-ρήξεις.
Σε κάθε περίπτωση η επίλυση των συγκρούσεων στον εκπαιδευτικό χώρο πρέπει να προκύπτει από τη συνευθύνη που διαμορφώνεται μέσα στο τετράγωνο: δάσκαλοι- γονείς- μαθητές/συμμαθητές- Υπουργείο Παιδείας.
Αν το παιδαγωγικό μέρος βαρύνει αποκλειστικά τους καθηγητές, η κουλτούρα του σπιτιού, του δρόμου, της κοινότητας είναι αυτή που θα ορθώσει την εμπιστοσύνη σαν τείχος στις όποιες αντιλήψεις ή συμπεριφορές βίαιης αντί-δρασης.
Πολλοί ψυχολογικοποιούν το φαινόμενο συσχετίζοντάς το με την εφηβεία και τη συναφή επιθετικότητα, με την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, τις ιδιαιτερότητες του μαθητή. Άλλοι ρίχνουν το βάρος στη συλλογική έκφραση τέτοιων συμπεριφορών, με βάση την παρέα των συνομιλήκων, συγκρίνοντας εκπαιδευτικούς τύπους με παραβατική υποκουλτούρα. Συχνά συνεκτιμώνται και δημογραφικά/ κοινωνικά δεδομένα που αφορούν στο φύλο, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας, τα επαγγέλματα των γονέων κλπ.
Επίθεση και άμυνα, εκφοβισμός και φόβος, δράστης και θύμα εναλλάσσονται και παίρνουν διάφορες μορφές (π.χ. βρισιές, απειλές, χειροδικίες κλπ.) πίσω από τις οποίες όμως ελοχεύει η διάβρωση των δια-προσωπικών σχέσεων (relational aggression) καθώς και η υποτίμηση του «άλλου».
Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της θυματοποίησης (απόρριψη, στιγματισμός, περιθωριοποίηση, απομόνωση, ανασφάλεια) κινούνται κι αυτές στο ίδιο πλαίσιο: στην αποτυχία και την προδοσία των σχέσεων εμπιστοσύνης, οι οποίες αποτελούν τη βάση για μια ομαλή κοινωνικοποίηση των νέων. Η σύγκρουση λέξεων και κινήσεων συχνά υποκρύπτει μια πιο κρίσιμη «δια-μάχη» αλληλεγγύης και ατομικισμού, ανεκτικότητας και ατομικισμού την οποία καλούνται οι νέοι να δια-χειριστούν. Η σύνδεση της νεανικής βίας με τη σχολική αποτυχία ή την κοινωνική περιθωριοποίηση, η επιθετική συμπεριφορά ως αποτέλεσμα μάθησης (για επιβίωση;) αντιμετωπίζονται σαν απειλές για περισσότερους από ένα στόχο.
Τα σημεία ψυχολογικής αναγνώρισης παιδιού – θύτη και παιδιού – θύματος, το προφίλ του νταή και του φοβισμένου, οι έννοιες της Επιβολής (θύτες) ή της Αυτοάμυνας (θύματα-θύτες) που επανέρχονται σε όλες τις αιτιολογήσεις όλων για την ενδοσχολική βία έχουν τελευταία υπερφαλαγγιστεί από το φόβο ένοπλων επιθέσεων.
Ο school shooter, όπως συχνά και ο σχολικός τραμπούκος, χαρακτηρίζονται από ψυχική αδυναμία να χειριστούν δύσκολες καταστάσεις και επιλέγουν ως διέξοδο την βίαιη εκδίκηση (ιδεοληπτική ή όχι) κατά τρίτων και βέβαια την αυτοκτονία. Μολονότι οι ένοπλες επιθέσεις στα σχολεία (school shooting) στη χώρα μας δεν σχετίζονται με τον εκφοβισμό (ως ατομικό bullying ή ως ομαδικό mobbing), μολονότι το «νταηλίκι» του μαθητή δεν σημαίνει αναγκαστικά και προ-παραβατικό ανήλικο, ούτε η συστηματική κατάχρηση δύναμης μετατρέπεται αυτομάτως σε συγκρότηση συμμορίας, ο εκφοβισμός (είτε στοχεύει ένα μεμονωμένο άτομο ή ομάδα ατόμων, είτε αφορά μικρότερους, είτε κορίτσια), συχνά συνδέεται με ενδοσχολικούς ανταγωνισμούς, με διαφορετικότητες μαθητών (απόκτηση δύναμης ή προκλητικά θύματα) και έτσι δημιουργεί πρότυπα αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Το συχνά αδιάφορο εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει μηχανισμούς και δασκάλους προετοιμασμένους να χειριστούν δύσκολες (μέχρι και βίαιες) καταστάσεις ενώ η γειτονιά και η τοπική κοινωνία απλώς κάθε φορά εκπλήττονται (κρύβοντας κάτω από το χαλί την «οικολογία του φόβου και της αποτυχίας»). Κι όμως η ζεστή σχολική ατμόσφαιρα (της κατανόησης και της συνεννόησης) μπορεί να δημιουργεί θετικά συναισθήματα και αίσθημα ασφαλούς περιβάλλοντος και να χρησιμοποιήσει την επικοινωνία ως μέσο κοινωνικής ένταξης και ψυχολογικής υποστήριξης.
Πώς να διαμορφώσεις «όρους ειρηνικού σχολείου» μέσα σ» ένα κοινωνικό πλαίσιο βίας;
Οι ρίζες της βίας είναι βαθιά χωμένες στον πολιτισμό και στην κοινωνία. Στις ανισότητες και στις αδικίες. Από την άλλη οι ορισμοί και οι εννοιολογήσεις της (σχολικής) βίας δημιουργούν συχνά συγχύσεις. Οι αιτίες μπλέκονται με τ» αποτελέσματα και όλα αυτά με διάφορα ιδεολογήματα. Όλα έχουν ειπωθεί και γραφτεί (αλλά και τ» αντίθετά τους). Όλα είναι κρίσιμα (αλλά δεν αποτρέπουν την κρίση).
Από τη μία οι μορφές της ενδοσχολικής βίας, οι παραβατικές ομάδες και συμμορίες, το bullying ως εκφοβισμός, ο τραμπουκισμός, ο ψευτοπαλληκαρισμός, το νταηλίκι, τα χαρακτηριστικά δράστη – θύματος και η ανισορροπία δύναμης θύτη-θύματος, οι τιμωρίες. από την άλλη η σχέση παιδιού-γονιού, η σχέση παιδιού-δασκάλου (που επηρεάζεται και από το πολιτισμικό κεφάλαιο του μαθητή), ο αυτοτελής ρόλος των γονιών, ο αυτοτελής συνθετικός ρόλος του σχολείου, ο αυτοτελής ρόλος του δασκάλου ή και ο ρόλος των ΜΜΕ. από τη μία οι αναπαραστάσεις της βίας ή και η «γοητεία» της κι από την άλλη το άγχος, οι κακές σχολικές επιδόσεις, η ψυχική καταπίεση, η ανασφάλεια των σχέσεων και της επιβίωσης των ίδιων των μαθητών. Κανονιστική λοιπόν αντιμετώπιση ή ειρηνοποιός διαχείριση;
Το θέμα της ασφάλειας υπερβαίνει τη σχολική βία και πρέπει να προβληματίσει το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Η ασφάλεια στους εκπαιδευτικούς χώρους συνδέεται με τη βία στους δρόμους και τη μεταφερόμενη κοινωνική βία. Η ασφάλεια του σχολείου συμβαδίζει αυτονόητα με το σεβασμό στην προσωπικότητα, την ελευθερία του λόγου, τα δικαιώματα των νέων. Από την άλλη μια κοινωνία κοντά στο σχολείο και ένα σχολείο ενταγμένο αρμονικά στην κοινότητα κινδυνεύει να «μολυνθεί» από τις ανισότητες του πολιτισμικού περιβάλλοντος και ιδίως από τη γενικευμένη ανομία.
Από τα παιδιά του δρόμου (αρκετά από τα οποία δεν αρνούνται να μπουν στην εκπαιδευτική διαδικασία) κι από τα κακοποιημένα παιδιά ή τα παιδιά φτωχών οικογενειών που εγκαταλείπουν το σχολείο γεννιέται αρχικά η νεανική βία.
Η κοινωνική ομπρέλα προστασίας (community schools) σχετίζεται με τη συνευθύνη των κοινωνικών φορέων και όχι με την αστυνόμευση. Χρειάζεται μια συνέργεια πολλών θεσμών και φορέων για να πεισθούν οι νέοι να ξανα-γυρίσουν στην κοινωνική συμβίωση χωρίς βία.
Η βία στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο δεν εγγράφεται στο κληρονομικό φορτίο του θεσμού. Χρειάζεται συνεπώς το εκπαιδευτικό σύστημα να ξαναβρεί την εσωτερική του δημοκρατία (ισότητα, διάλογος, ηπιότητα, ελευθερία έκφρασης) και ν» αναπτύξει δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών. Πρέπει να «επανεφεύρουμε» την εκπαίδευση, που σημαίνει νέα δομή, νέα μορφή, νέες σχέσεις, νέα αισθητική, νέα λειτουργία, νέοι ρόλοι, πρέπει να αυτονομήσουμε (έστω σχετικά) το σχολείο από τη διαδικασία νομιμοποίησης της κρατούσας κοινωνικής τάξης για να μην είναι καταδικασμένο (κι αυτό κι εμείς) ν» αναπαράγουμε ή και να διευρύνουμε τις προϋπάρχουσες ανισότητες. Το σχολείο που πληγώνει αντί να εκ-παιδεύσει, οι υπόγειες διαδρομές της βίας στο σπίτι, στην πλατεία και της σχολικής βίας, ο ανταγωνισμός ως εργαλείο επιτυχίας και το παιχνίδι ως μέσον ενηλικίωσης, οι περικυκλωμένοι από «όχι» και «μη» έφηβοι διαμορφώνουν τους όρους μιας «αντι-δραστικής» επιθετικότητας, έντασης, θυμού, διάψευσης, δυσφορίας.
Στο εκπαιδευτικό σύστημα συναντιώνται πολλές κρίσεις: εφηβείας, αμφισβήτησης από τους νέους, διάψευσης, κόπωσης από τους δασκάλους, απαξίωσης, υποβάθμισης ρόλου από τους γονείς, αμφίσημης αντιμετώπισης από την Πολιτεία. Συμβατικά ή εναλλακτικά σχολεία δεν μπόρεσαν να συμβιβάσουν τις κρίσεις και να τις μετατρέψουν σε νέες ευκαιρίες. Η «μάχη για επιβίωση» προτιμάει βίαια σχολεία σε βίαιο κόσμο. Γι» αυτό χρειάζεται από τη μία η χάραξη ορίων σε όλη την κοινωνική δράση κι από την άλλη η αλλαγή πλαισίου ζωής των νέων.
Το πέρασμα από τα παιδιά σε κίνδυνο στα επικίνδυνα παιδιά είναι τόσο εύκολο ή τόσο δύσκολο όσο εμείς -οι ενήλικες κλειδοκράτορες- το (δια)χειριζόμαστε.
Υ. Γ1: Στο επίπεδο της αστυνομικής έρευνας έχει διαταχθεί να σταλεί στα Γιάννενα ειδική μονάδα εξιχνίασης. Έχω ο ίδιος προσωπικά μιλήσει με τον ιδιωτικό ερευνητή Γ. Τσούκαλη και έθεσα στη διάθεση της οικογένειας όποιο μέσο χρειαστεί.
Υ. Γ2: Οι ποινικές ευθύνες θα καταλογιστούν όταν εντοπιστούν οι ένοχοι της «βαρβαρότητας» και οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Το ίδιο ισχύει με πράξεις ή παραλείψεις των αρμοδίων δημοσίων οργάνων.
Υ. Γ3: Η εμπλοκή οποιουδήποτε πολιτικού και για οποιονδήποτε λόγο απόκρυψης είναι τόσο αποδοκιμαστέα ώστε θα έπρεπε για λόγους ηθικής τάξης και παραδειγματισμού ο αρχηγός του κόμματός του να τον αποβάλει από τη Βουλή. Τέτοια φαινόμενα πρέπει να καταδικάζονται δημόσια πριν γίνουν καρκινογόνα.
Ευχαριστώ και πάλι για την ευκαιρία να δείξουμε ότι πρωτίστως είμαστε άνθρωποι και γονείς και νοιαζόμαστε για τον πλαϊνό μας.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός
Καθηγητής Γιάννης Πανούσης».
Via
θέμα του Βαγγέλη και μία καταγγελία η οποία δημιούργησε τεράστιο θέμα και αναστάτωση στους πολιτικούς κύκλους αλλά και στο διαδίκτυο, αφού έκανε λόγο για εμπλοκή προσώπου πολιτικού στην υπόθεση εξαφάνισης του Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Η αντίδραση του εκπροσώπου της οικογένειας του κ. Γιάννη Γιακουμάκη ήταν άμεση και εκείνος μιλά αποκλειστικά για το θέμα αυτό στο , ξεκαθαρίζοντας ότι έχει ενοχληθεί από την κίνηση αυτή της κ. Ακρίτα και σημειώνοντας, για μία ακόμη φορά, ότι το μόνο πράγμα που ενδιαφέρει την οικογένεια είναι να βρεθεί ζωντανός, σώος και αβλαβής ο Βαγγέλης.
Για το θέμα που προέκυψε με την επιστολή της Έλενας Ακρίτα στον υπουργό κ. Πανούση θα πει: «Η κυρία Ακρίτα, ύστερα από ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα τηλεοπτικής ή και συγγραφικής παρουσίας, θεώρησε απαραίτητο και πάντα μέσα στo πλαίσιo της απέλπιδος προσπάθειάς της να επανέλθει με κάποιο τρόπο στα τηλεοπτικά δρώμενα ασχολήθηκε με το τραγικό κατά τα άλλα θέμα του αγνοούμενου Βαγγέλη Γιακουμάκη θεωρώντας ότι κάνοντας αυτήν την παρέμβαση θα ασχοληθούν κάποιοι μαζί της για να επανέλθει έστω με αυτόν τον τρόπο και πάλι στη δημοσιότητα».
Σύμφωνα με όσα λέει ο γνωστός ποινικολόγος Γιάννης Γιακουμάκης, θείος του Βαγγέλη και δικηγόρος που εκπροσωπεί την οικογένεια του νεαρού δεν γίνεται κατανοητός ο απώτερος σκοπός της συγκεκριμένης κίνησης και των δηλώσεων της κυρίας Ακρίτα: «Δεν κατανοούμε τον απώτερο σκοπό της συγκεκριμένης κίνησης καθώς και των δηλώσεών της όταν στην πολύ συγκεκριμένη τραγική ιστορία τα ζητούμενα ουσιαστικά είναι και θα έπρεπε να είναι δύο μόνο πράγματα: Να βρεθεί ο συγκεκριμένος 20χρονος σώος αβλαβής και φυσικά ζωντανός και δεύτερον να αφήσουμε την αστυνομία να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το έργο της, η οποία βεβαίως βρίσκεται ακόμη στο στάδιο των ανακρίσεων των ενόρκων εξετάσεων και σε συνδρομή πάντα με το Λιμενικό, την Πυροσβεστική και την ΕΜΑΚ και σε απόλυτη και άμεση συνεργασία εξακολουθούν την έρευνα προς όλες τις κατευθύνσεις, για την εύρεση -το συντομότερο δυνατό- του αγνοούμενου Βαγγέλη. Στο θέμα των υπαινιγμών της περί εμπλοκής βουλευτή στην υπόθεση, χωρίς να κατονομάζει, με αόριστες και γενικόλογες εκφράσεις δεν νομίζω ότι βοηθά κάπου στην εξέλιξη της υπόθεσης και την πορεία των ερευνών», καταλήγει.
Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή που έγραψε η Έλενα Ακρίτα: Κύριε Υπουργέ Δημόσιας Τάξης,
Τον Βαγγέλη Γιακουμάκη και τα μάτια σας! Απευθύνομαι σε σας γιατί: Είστε υπεύθυνος για τις έρευνες, ως υπουργός Δημόσιας Τάξης. Είστε πανεπιστημιακός δάσκαλος. Πρύτανης και καθηγητής Εγκληματολογίας – συνεπώς άριστος γνώστης του αντικειμένου. Είστε γονιός. Έχετε εντρυφήσει στο θέμα. Στο άρθρο σας «Ενδοσχολική βία: Χωρίς όρια και χωρίς ορίζοντα;» επισημαίνετε: Στη χώρα μας το πρόβλημα της σχολικής βίας αναζωπυρώθηκε τόσο με την τραγική υπόθεση του Άλεξ όσο και με τη βιντεοσκόπηση «βιασμού» μαθητρίας στην Αμάρυνθο».
Σήμερα μοιράζομαι μαζί σας κάποιες σκέψεις που αφορούν στην τραγωδία του νεαρού Βαγγέλη Γιακουμάκη, με άγνωστο -μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι αράδες- τέλος:
1. Θέλω να πιστεύω πως οι έρευνες δεν έχουν αφεθεί μόνο στην άξια συνάδελφο μου Αγγελική Νικολούλη, ούτε μόνο στις αξιέπαινες πρωτοβουλίες των πολιτών.
2. Έχει κινητοποιηθεί και σε ποιον βαθμό η Αστυνομία; Αλήθεια, όοοολοι αυτοί οι ένστολοι που ανά δεκάδες φυλάνε τα σπίτια του κάθε απίθανου πολιτικού και δημοσιογράφου (πολλοί εκ των οποίων μια χαρά μπορούν να πληρώσουν φρουρούς απ’ την τσέπη τους) έχουν ΗΔΗ αποσπαστεί για να επιστρέψουν στην υπηρεσία του πολίτη; Και εν προκειμένω, στην διαλεύκανση της υπόθεσης;
3. Οι βασανιστές του παλικαριού μιλάνε για «πλάκες», «καψόνια» κι άλλα χαλαρά. Μετατρέψανε ένα ευαίσθητο, τρομαγμένο, ευάλωτο παιδί σε ανθρώπινο τζουκ μποξ (του πετάγανε κέρματα για να τραγουδάει και να το ξεκλειδώσουν από τη ντουλάπα που το φυλακίζανε).
Το βασανίσανε, το διαπομπεύσανε, το ξεφτιλίσανε, το οδηγήσανε στους δρόμους να εκλιπαρεί για μια μπουκιά ψωμί, για ένα εισιτήριο να φύγει όσο πιο μακριά μπορεί, για ένα χέρι βοήθειας που δεν απλώθηκε ποτέ.
4. Τι προβλέπει ο Νόμος για τους βασανιστές του, κύριε Υπουργέ; Ποια η ποινή τους αν βρεθεί το παιδί – και ποια η ποινή τους αν κάτι τραγικό (ούτε να το ξεστομίσω δεν μπορώ) προκύψει;
5. Ενώ η ΕΔΕ είναι ακόμα σε εξέλιξη, ο Αστυνομικός Διευθυντής Ηπείρου κ. Κώστας Τρομπούκης δήλωσε: «Δεν με πείθει το σενάριο bullying. Κανένας δεν έχει καταθέσει επίσημα ότι ο Βαγγέλης είχε Πέσει θύμα bullying. Όλοι μιλάνε με γενικότητες». Θα ερευνηθούν σε βάθος τα στοιχεία που οδηγούν τον κ. Τρομπούκη σε αυτό το συμπέρασμα;
6. Όλοι όσοι «μιλάνε με γενικότητες» και δεν καταθέτουν ευθέως εναντίον των βασανιστών – βάσει νόμου είναι συνεργοί; Οι ‘μάρτυρες’ που δεν ‘μαρτυρούν’ – γιατί φοβούνται – έχουν μερίδιο ευθύνης; Η ερώτηση μου δεν είναι ρητορική. Ειλικρινά προσπαθώ να διακρίνω τα όρια ανάμεσα στην παθητικότητα και την ‘δια της σιωπής’ ενεργή συμμετοχή.
Και τέλος – πολύ σημαντικό:
7. Στην υπόθεση αυτή εμπλέκεται γνωστός πολιτικός άνδρας. Ένας «πρωτοκλασάτος» Κρητικός βουλευτής ο οποίος συγκάλυπτε τη συμμορία, μεσολάβησε για να μην διώξουν ‘τα παιδιά’ από τη Σχολή και κουκούλωνε την τραγωδία.
Τι θα γίνει με αυτόν τον τύπο; Γιατί κανείς δεν τον κατονομάζει; Ποιος τον καλύπτει και γιατί; Προσωπικά – μετά από δημοσιογραφική έρευνα – είμαι 90% βέβαιη για την ταυτότητα του: Το υπόλοιπο 10% δυστυχώς με εμποδίζει να το δημοσιοποιήσω.
Θα βγει στη σέντρα ο κύριος αυτός; Και το πιο σημαντικό: Αν -ο μη γένοιτο- έχει συμβεί κάτι στο παλικαράκι – έχει ποινικές ευθύνες ως ηθικός αυτουργός ή όπως αλλιώς το λέτε εσείς οι νομικοί, τέλος πάντων;
Αφήνω τους γονείς απ’ έξω και διατυπώνω όσο μπορώ πιο προσεχτικά την επόμενη πρότασή μου, γιατί πολλά ακούγονται και γράφονται: Ίσως -ΙΣΩΣ- στο οικογενειακό περιβάλλον κρύβεται η εξήγηση γιατί το παιδί δεν στράφηκε στο σπίτι του να ζητήσει βοήθεια. Αλλά ας μην το προχωρήσω άλλο: Δεν παύουν να είναι γονείς και σέβομαι τον πόνο και την αγωνία τους. Τις όποιες ευθύνες -Αν – ΑΝ- υπάρχουν, ας τις βρουν εκείνοι με την συνείδησή τους.
Κύριε Υπουργέ Δημόσιας Τάξης, οι απαντήσεις στα ερωτήματα αφορούν ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Γιατί ο Βαγγέλης είναι το παιδί όλων μας. Το δικό μου παιδί. Το δικό σας παιδί. Κι όπως εσείς γράψατε στο άρθρο σας: Υποβαθμισμένη ζωή, υποβαθμισμένο σχολείο, υποβαθμισμένα όνειρα, κοινωνικός αποκλεισμός, ανασφαλής ζωτικός χώρος επιβίωσης, πανοπτική κοινωνία γενικής και ειδικής παρακολούθησης όλα αυτά και όλοι αυτοί τους κρύβουν τον ήλιο του μέλλοντός τους.
Και -ως γνωστόν- χωρίς φως (ή προσδοκία φωτός) χάνει την αξία του οποιοσδήποτε αγώνας (στην τάξη ή και στη ζωή)».
Εν αναμονή της απάντησής σας
Έλενα Ακρίτα». Η απάντηση Πανούση
Mε τη σειρά του ο αναπληρωτής υπουργός Δημοσίας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, Γιάννης Πανούσης, απάντησε μέσω email στην επιστολή της Έλενας Ακρίτα.
Ο κ. Πανούσης αναφέρει πως
«οι ποινικές ευθύνες θα καταλογιστούν όταν εντοπιστούν οι ένοχοι της «βαρβαρότητας» και οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Το ίδιο ισχύει με πράξεις ή παραλείψεις των αρμοδίων δημοσίων οργάνων και σημειώνει πως «η εμπλοκή οποιουδήποτε πολιτικού και για οποιονδήποτε λόγο απόκρυψης είναι τόσο αποδοκιμαστέα ώστε θα έπρεπε για λόγους ηθικής τάξης και παραδειγματισμού ο αρχηγός του κόμματός του να τον αποβάλει από τη Βουλή».
Ακολουθεί το email του υπουργού, το οποίο δημοσιοποίησε η Έλενα Ακρίτα στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Τα Νέα. Αγαπητή κυρία Ακρίτα,
Σας συγχαίρω και σας ευχαριστώ που ανοίξατε αυτό το θέμα που σίγουρα δεν είναι μόνον αστυνομικό.
Θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ ορισμένες σκέψεις μαζί σας.
Η πρόληψη της παραβατικότητας στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο συνδέεται άρρηκτα με την εκπαιδευτική πολιτική (αρκεί να μη λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα ως αποκλειστικός θεσμός κοινωνικού ελέγχου) αλλά και με μια κοινοτική εκπαιδευτική οικολογία (που εντάσσει τη σχολική μονάδα στον κοινωνικό ιστό). Οι εν-τάσεις και οι συγ-κρούσεις μέσα στο εκπαιδευτικό περιβάλλον δεν παραπέμπουν υποχρεωτικά στην «εγκληματική βία» αφού τα υφέρποντα ή και εμφανή κίνητρα συνδέονται περισσότερο με το γόητρο, το παληκαριλίκι, την ισχύ, την εξουσία ή ακόμα με την ανισότητα και την υποβάθμιση. Πέρα δηλαδή από τα όποια ατομικά χαρακτηριστικά δράστη/ δραστών και θύματος/ θυμάτων, το κοινωνικό, πολιτισμικό και εκπαιδευτικό οικοσύστημα καθορίζει τους όρους και τους τρόπους εμφάνισης του φαινομένου.
Οι αποϊδανικοποιήσεις (γονιών, δασκάλων, φορέων) και η αναζήτηση προσωπικών (και όχι «δανεισμένων») εμπειριών οδηγούν σε συχνά επώδυνες αυτονομήσεις.
Τα όρια και τα περιθώρια της μάθησης από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, από το σπίτι στο σχολείο, από τη γονεϊκή υπερπροστατευτικότητα στη σχολική συμμόρφωση συχνά καταλήγουν σε ανομικές εκ-ρήξεις.
Σε κάθε περίπτωση η επίλυση των συγκρούσεων στον εκπαιδευτικό χώρο πρέπει να προκύπτει από τη συνευθύνη που διαμορφώνεται μέσα στο τετράγωνο: δάσκαλοι- γονείς- μαθητές/συμμαθητές- Υπουργείο Παιδείας.
Αν το παιδαγωγικό μέρος βαρύνει αποκλειστικά τους καθηγητές, η κουλτούρα του σπιτιού, του δρόμου, της κοινότητας είναι αυτή που θα ορθώσει την εμπιστοσύνη σαν τείχος στις όποιες αντιλήψεις ή συμπεριφορές βίαιης αντί-δρασης.
Πολλοί ψυχολογικοποιούν το φαινόμενο συσχετίζοντάς το με την εφηβεία και τη συναφή επιθετικότητα, με την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, τις ιδιαιτερότητες του μαθητή. Άλλοι ρίχνουν το βάρος στη συλλογική έκφραση τέτοιων συμπεριφορών, με βάση την παρέα των συνομιλήκων, συγκρίνοντας εκπαιδευτικούς τύπους με παραβατική υποκουλτούρα. Συχνά συνεκτιμώνται και δημογραφικά/ κοινωνικά δεδομένα που αφορούν στο φύλο, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας, τα επαγγέλματα των γονέων κλπ.
Επίθεση και άμυνα, εκφοβισμός και φόβος, δράστης και θύμα εναλλάσσονται και παίρνουν διάφορες μορφές (π.χ. βρισιές, απειλές, χειροδικίες κλπ.) πίσω από τις οποίες όμως ελοχεύει η διάβρωση των δια-προσωπικών σχέσεων (relational aggression) καθώς και η υποτίμηση του «άλλου».
Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της θυματοποίησης (απόρριψη, στιγματισμός, περιθωριοποίηση, απομόνωση, ανασφάλεια) κινούνται κι αυτές στο ίδιο πλαίσιο: στην αποτυχία και την προδοσία των σχέσεων εμπιστοσύνης, οι οποίες αποτελούν τη βάση για μια ομαλή κοινωνικοποίηση των νέων. Η σύγκρουση λέξεων και κινήσεων συχνά υποκρύπτει μια πιο κρίσιμη «δια-μάχη» αλληλεγγύης και ατομικισμού, ανεκτικότητας και ατομικισμού την οποία καλούνται οι νέοι να δια-χειριστούν. Η σύνδεση της νεανικής βίας με τη σχολική αποτυχία ή την κοινωνική περιθωριοποίηση, η επιθετική συμπεριφορά ως αποτέλεσμα μάθησης (για επιβίωση;) αντιμετωπίζονται σαν απειλές για περισσότερους από ένα στόχο.
Τα σημεία ψυχολογικής αναγνώρισης παιδιού – θύτη και παιδιού – θύματος, το προφίλ του νταή και του φοβισμένου, οι έννοιες της Επιβολής (θύτες) ή της Αυτοάμυνας (θύματα-θύτες) που επανέρχονται σε όλες τις αιτιολογήσεις όλων για την ενδοσχολική βία έχουν τελευταία υπερφαλαγγιστεί από το φόβο ένοπλων επιθέσεων.
Ο school shooter, όπως συχνά και ο σχολικός τραμπούκος, χαρακτηρίζονται από ψυχική αδυναμία να χειριστούν δύσκολες καταστάσεις και επιλέγουν ως διέξοδο την βίαιη εκδίκηση (ιδεοληπτική ή όχι) κατά τρίτων και βέβαια την αυτοκτονία. Μολονότι οι ένοπλες επιθέσεις στα σχολεία (school shooting) στη χώρα μας δεν σχετίζονται με τον εκφοβισμό (ως ατομικό bullying ή ως ομαδικό mobbing), μολονότι το «νταηλίκι» του μαθητή δεν σημαίνει αναγκαστικά και προ-παραβατικό ανήλικο, ούτε η συστηματική κατάχρηση δύναμης μετατρέπεται αυτομάτως σε συγκρότηση συμμορίας, ο εκφοβισμός (είτε στοχεύει ένα μεμονωμένο άτομο ή ομάδα ατόμων, είτε αφορά μικρότερους, είτε κορίτσια), συχνά συνδέεται με ενδοσχολικούς ανταγωνισμούς, με διαφορετικότητες μαθητών (απόκτηση δύναμης ή προκλητικά θύματα) και έτσι δημιουργεί πρότυπα αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Το συχνά αδιάφορο εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει μηχανισμούς και δασκάλους προετοιμασμένους να χειριστούν δύσκολες (μέχρι και βίαιες) καταστάσεις ενώ η γειτονιά και η τοπική κοινωνία απλώς κάθε φορά εκπλήττονται (κρύβοντας κάτω από το χαλί την «οικολογία του φόβου και της αποτυχίας»). Κι όμως η ζεστή σχολική ατμόσφαιρα (της κατανόησης και της συνεννόησης) μπορεί να δημιουργεί θετικά συναισθήματα και αίσθημα ασφαλούς περιβάλλοντος και να χρησιμοποιήσει την επικοινωνία ως μέσο κοινωνικής ένταξης και ψυχολογικής υποστήριξης.
Πώς να διαμορφώσεις «όρους ειρηνικού σχολείου» μέσα σ» ένα κοινωνικό πλαίσιο βίας;
Οι ρίζες της βίας είναι βαθιά χωμένες στον πολιτισμό και στην κοινωνία. Στις ανισότητες και στις αδικίες. Από την άλλη οι ορισμοί και οι εννοιολογήσεις της (σχολικής) βίας δημιουργούν συχνά συγχύσεις. Οι αιτίες μπλέκονται με τ» αποτελέσματα και όλα αυτά με διάφορα ιδεολογήματα. Όλα έχουν ειπωθεί και γραφτεί (αλλά και τ» αντίθετά τους). Όλα είναι κρίσιμα (αλλά δεν αποτρέπουν την κρίση).
Από τη μία οι μορφές της ενδοσχολικής βίας, οι παραβατικές ομάδες και συμμορίες, το bullying ως εκφοβισμός, ο τραμπουκισμός, ο ψευτοπαλληκαρισμός, το νταηλίκι, τα χαρακτηριστικά δράστη – θύματος και η ανισορροπία δύναμης θύτη-θύματος, οι τιμωρίες. από την άλλη η σχέση παιδιού-γονιού, η σχέση παιδιού-δασκάλου (που επηρεάζεται και από το πολιτισμικό κεφάλαιο του μαθητή), ο αυτοτελής ρόλος των γονιών, ο αυτοτελής συνθετικός ρόλος του σχολείου, ο αυτοτελής ρόλος του δασκάλου ή και ο ρόλος των ΜΜΕ. από τη μία οι αναπαραστάσεις της βίας ή και η «γοητεία» της κι από την άλλη το άγχος, οι κακές σχολικές επιδόσεις, η ψυχική καταπίεση, η ανασφάλεια των σχέσεων και της επιβίωσης των ίδιων των μαθητών. Κανονιστική λοιπόν αντιμετώπιση ή ειρηνοποιός διαχείριση;
Το θέμα της ασφάλειας υπερβαίνει τη σχολική βία και πρέπει να προβληματίσει το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Η ασφάλεια στους εκπαιδευτικούς χώρους συνδέεται με τη βία στους δρόμους και τη μεταφερόμενη κοινωνική βία. Η ασφάλεια του σχολείου συμβαδίζει αυτονόητα με το σεβασμό στην προσωπικότητα, την ελευθερία του λόγου, τα δικαιώματα των νέων. Από την άλλη μια κοινωνία κοντά στο σχολείο και ένα σχολείο ενταγμένο αρμονικά στην κοινότητα κινδυνεύει να «μολυνθεί» από τις ανισότητες του πολιτισμικού περιβάλλοντος και ιδίως από τη γενικευμένη ανομία.
Από τα παιδιά του δρόμου (αρκετά από τα οποία δεν αρνούνται να μπουν στην εκπαιδευτική διαδικασία) κι από τα κακοποιημένα παιδιά ή τα παιδιά φτωχών οικογενειών που εγκαταλείπουν το σχολείο γεννιέται αρχικά η νεανική βία.
Η κοινωνική ομπρέλα προστασίας (community schools) σχετίζεται με τη συνευθύνη των κοινωνικών φορέων και όχι με την αστυνόμευση. Χρειάζεται μια συνέργεια πολλών θεσμών και φορέων για να πεισθούν οι νέοι να ξανα-γυρίσουν στην κοινωνική συμβίωση χωρίς βία.
Η βία στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο δεν εγγράφεται στο κληρονομικό φορτίο του θεσμού. Χρειάζεται συνεπώς το εκπαιδευτικό σύστημα να ξαναβρεί την εσωτερική του δημοκρατία (ισότητα, διάλογος, ηπιότητα, ελευθερία έκφρασης) και ν» αναπτύξει δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών. Πρέπει να «επανεφεύρουμε» την εκπαίδευση, που σημαίνει νέα δομή, νέα μορφή, νέες σχέσεις, νέα αισθητική, νέα λειτουργία, νέοι ρόλοι, πρέπει να αυτονομήσουμε (έστω σχετικά) το σχολείο από τη διαδικασία νομιμοποίησης της κρατούσας κοινωνικής τάξης για να μην είναι καταδικασμένο (κι αυτό κι εμείς) ν» αναπαράγουμε ή και να διευρύνουμε τις προϋπάρχουσες ανισότητες. Το σχολείο που πληγώνει αντί να εκ-παιδεύσει, οι υπόγειες διαδρομές της βίας στο σπίτι, στην πλατεία και της σχολικής βίας, ο ανταγωνισμός ως εργαλείο επιτυχίας και το παιχνίδι ως μέσον ενηλικίωσης, οι περικυκλωμένοι από «όχι» και «μη» έφηβοι διαμορφώνουν τους όρους μιας «αντι-δραστικής» επιθετικότητας, έντασης, θυμού, διάψευσης, δυσφορίας.
Στο εκπαιδευτικό σύστημα συναντιώνται πολλές κρίσεις: εφηβείας, αμφισβήτησης από τους νέους, διάψευσης, κόπωσης από τους δασκάλους, απαξίωσης, υποβάθμισης ρόλου από τους γονείς, αμφίσημης αντιμετώπισης από την Πολιτεία. Συμβατικά ή εναλλακτικά σχολεία δεν μπόρεσαν να συμβιβάσουν τις κρίσεις και να τις μετατρέψουν σε νέες ευκαιρίες. Η «μάχη για επιβίωση» προτιμάει βίαια σχολεία σε βίαιο κόσμο. Γι» αυτό χρειάζεται από τη μία η χάραξη ορίων σε όλη την κοινωνική δράση κι από την άλλη η αλλαγή πλαισίου ζωής των νέων.
Το πέρασμα από τα παιδιά σε κίνδυνο στα επικίνδυνα παιδιά είναι τόσο εύκολο ή τόσο δύσκολο όσο εμείς -οι ενήλικες κλειδοκράτορες- το (δια)χειριζόμαστε.
Υ. Γ1: Στο επίπεδο της αστυνομικής έρευνας έχει διαταχθεί να σταλεί στα Γιάννενα ειδική μονάδα εξιχνίασης. Έχω ο ίδιος προσωπικά μιλήσει με τον ιδιωτικό ερευνητή Γ. Τσούκαλη και έθεσα στη διάθεση της οικογένειας όποιο μέσο χρειαστεί.
Υ. Γ2: Οι ποινικές ευθύνες θα καταλογιστούν όταν εντοπιστούν οι ένοχοι της «βαρβαρότητας» και οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Το ίδιο ισχύει με πράξεις ή παραλείψεις των αρμοδίων δημοσίων οργάνων.
Υ. Γ3: Η εμπλοκή οποιουδήποτε πολιτικού και για οποιονδήποτε λόγο απόκρυψης είναι τόσο αποδοκιμαστέα ώστε θα έπρεπε για λόγους ηθικής τάξης και παραδειγματισμού ο αρχηγός του κόμματός του να τον αποβάλει από τη Βουλή. Τέτοια φαινόμενα πρέπει να καταδικάζονται δημόσια πριν γίνουν καρκινογόνα.
Ευχαριστώ και πάλι για την ευκαιρία να δείξουμε ότι πρωτίστως είμαστε άνθρωποι και γονείς και νοιαζόμαστε για τον πλαϊνό μας.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός
Καθηγητής Γιάννης Πανούσης».
Via
from adieXodos.gr http://ift.tt/1DDeW7O
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου