Όταν το πάθος γίνεται εμμονή... Τι συμβαίνει όταν το πάθος γίνεται εμμονή; Όταν οι προσδοκίες καταρρέουν. Το μυαλό και η ψυχή βυθίζονται στην απόγνωση της απόρριψης και η ζωή μοιάζει να μην έχει καμία αξία; Πρόκειται για μια διαδρομή που μπορεί να οδηγήσει σε σκοτεινά μονοπάτια και να ισοπεδώσει τις ζωές ανθρώπων που ορκίζονταν πως θα είναι για πάντα μαζί. Μια τέτοια ιστορία είναι αυτή της Κάτιας Γιαννακοπούλου και του Αρχιμανδρίτη Άνθιμου Ελευθεριάδη. Μια παθιασμένη και αντισυμβατική σχέση που βάφτηκε στο αίμα στο όνομα της αγάπης που προδόθηκε. Στις 22 Ιουλίου του 1997 η Κάτια Γιαννακοπούλου έγραψε τον επίλογο αδειάζοντας το όπλο που κρατούσε πάνω στον «επίγειο θεό της». Όπως θα πει αργότερα: «Πήγαινα σαν υπνωτισμένη. Έλεγα: "Τι πάω να κάνω; Έβγαζα και έβαζα τις σφαίρες από το περίστροφο. Χωρίς να ξέρω τι θέλω"». Η αρχή Η Κάτια Γιαννακοπούλου και ο Άνθιμος Ελευθεριάδης γνωρίστηκαν τυχαία το 1989. Η Γιαννακοπούλου ήταν μια γυναίκα της «διπλανής πόρτας». Παντρεμένη και μητέρα ενός γιου, εργαζόταν ως πλασιέ διαφημιστικών δώρων. Δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκα, αλλά τα προσωπικά
αδιέξοδα που βίωνε εκείνη την περίοδο την έκαναν να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, να εξομολογηθεί. Κάτι που είχε κάνει για τελευταία φορά στην τρυφερή ηλικία των 13 ετών. Ο Άνθιμος Ελευθεριάδης, ο οποίος ιερουργούσε στην Παναγίτσα του Παλιού Φαλήρου, έγινε ο πνευματικός της. Από την πρώτη στιγμή την γοήτευσε ο σαγηνευτικός λόγος του, η προσωπικότητα του και η ανάγκη της να βρίσκεται κοντά του ολοένα και μεγάλωνε. «Με τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης. Συνέβαινε κάτι το ανεξήγητο», θα έλεγε αργότερα, προσθέτοντας πως ποτέ δεν θα τολμούσε να κάνει το βήμα που θα περνούσε τη σχέση τους σε άλλη διάσταση. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, ο πατέρας Άνθιμος ήταν εκείνος που πήρε την πρωτοβουλία για να μετατραπεί η σχέση τους από πνευματική σε ερωτική, όταν την κάλεσε μια ημέρα στο σπίτι του. Η συζήτηση τους μακρά, κατά τη διάρκειας της οποίας εκείνος
της πρότεινε να της διδάξει τον έρωτα και εκείνη δέχτηκε. «Μια μέρα με κάλεσε σπίτι του, όπου μιλήσαμε για πολλά, κυρίως γύρω από τη θρησκεία και την Εκκλησία. Αμέσως μετά άρχισε να μου μιλάει για τον έρωτα. Εκείνη την ώρα με φίλησε για πρώτη φορά και μάλιστα αυτό το φιλί στο στόμα κράτησε για πολλή ώρα», όπως ανέφερε η ίδια. Όταν, όμως, την επομένη την κυρίευσαν οι ενοχές σε εκείνον, τον πνευματικό της, προσέφυγε για να την καθησυχάσει. Η «αδυναμία της ανθρώπινης φύσης» ήταν αρκετή για να εκλογικεύσει αυτή τη νέα σχέση. Η «άφεση αμαρτιών» που της δόθηκε, από τον ίδιο τον εραστή της, αποτέλεσε την αφετηρία ενός
παθιασμένου έρωτα. Ένα έρωτα, χωρίς αναστολές, που ανέτρεψε την καθημερινότητα των δυο πρωταγωνιστών του οι οποίοι ζούσαν την ένταση του παράνομου. Για την Κάτια Γιαννακοπούλου, η οποία τότε ήταν 34 ετών, ο πατέρας Άνθιμος έγινε το κέντρο του σύμπαντός της. Άλλωστε, της είχε ζητήσει «να είναι η Φοίβη του και να τον διακονεί όπως η Φοίβη τον Άγιο Παύλο». Η οικογένεια της πέρασε σε δεύτερη μοίρα και αφιερώθηκε στο πάθος της για εκείνον. Οι συναντήσεις τους ήταν τακτικές, τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα. Όπως ισχυρίστηκε αργότερα η Κάτια Γιαννακοπούλου, τα χρόνια που ακολούθησαν του έδινε και χρήματα που έπαιρνε από την τράπεζα, κρυφά το σύζυγο της. Μάλιστα, ισχυρίστηκε πως συνολικά του έδωσε 27 εκατομμύρια δραχμές. Ο αρχιμανδρίτης της είχε πει, ότι ονειρεύτηκε την Παναγία η οποία του ζήτησε να κάνει κάποια πράγματα, που δεν μπορούσε να τα καλύψει οικονομικά και όταν της το είπε, του απάντησε: «θα σε βοηθήσει η Κάτια». Έτσι, του έδωσε τα πρώτα επτά εκατομμύρια δραχμές. Η αντίστροφη μέτρηση Το 1995 διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια κόπωσης στη σχέση τους. Ο Αρχιμανδρίτης έχει αρχίσει να ασφυκτιά και προσπαθεί να απομακρυνθεί από την Κάτια.
Εκείνη την περίοδο, για άγνωστο λόγο, απολύθηκε από την εκκλησία του και μετατέθηκε στο Λονδίνο. Αυτή ήταν, προφανώς, και η ευκαιρία του να ξεκόψει μια και καλή από τη Γιαννακοπούλου, η οποία παρέμενε τρελά ερωτευμένη μαζί του. Η γυναίκα δεν ήθελε με τίποτα να τον χάσει και έκανε
ακόμη και ταξίδια αυθημερόν στο Λονδίνο για να τον συναντήσει, έστω και για λίγες ώρες. Η γυναικεία της διαίσθηση, όμως, της έλεγε πως κάτι είχε αλλάξει. Η συμπεριφορά του αγαπημένου της δεν ήταν όπως παλιά και η ιδέα πως εκείνος δεν έτρεφε τα ίδια αισθήματα με εκείνη της ήταν αφόρητη. Και στην προσπάθεια της να τον κρατήσει κατέφυγε σε ακραίες συμπεριφορές. Μαγνητοφώνησε τις ερωτικές τους συνευρέσεις και τις τηλεφωνικές συζητήσεις τους και άρχισε να τον απειλεί και να τον εκβιάζει. Ο Αρχιμανδρίτης, όμως, δεν πτοήθηκε καθώς ήταν αποφασισμένος να βάλει τέλος στη σχέση τους. Η
αντίστροφη μέτρηση είχε
αρχίσει. Όταν τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους ο Άνθιμος επέστρεψε στην Ελλάδα για να ψηφίσει, δεν την ενημερώνει και όταν εκείνη το έμαθε καταρρέει. Προσπάθησε, χωρίς αποτέλεσμα, να έρθει σε επαφή μαζί του. Στις 7 Μαρτίου 1997, όμως, οι δυο τους συναντήθηκαν στο σπίτι του Αρχιμανδρίτη, στη Νέα Σμύρνη. Ο καβγάς που ακολούθησε ήταν σφοδρός και η Γιαννακοπούλου τραυμάτισε τον Άνθιμο, με ένα μαχαίρι, ελαφρά στο λαιμό. Τους επόμενους μήνες η Γιαννακοπούλου επιδίδεται σε έναν απεγνωσμένο αγώνα να επικοινωνήσει με τον Άνθιμο, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίνεται στα καλέσματα της. Την αποφεύγει και σε πολλές περιπτώσεις υποδύεται πως δεν την γνωρίζει καν. Τον Ιούνιο του 1997, η Γιαννακοπούλου αποφασίζει να βάλει τέλος με κάθε τρόπο στο μαρτύριο της και πηγαίνει στη Ομόνοια, όπου αγοράζει ένα οκτάσφαιρο πιστόλι, διαμετρήματος 9 mm και τρία κουτιά με φυσίγγια, αντί του συνολικού ποσού των 500.000 δραχμών και τα κρύβει στο δωμάτιο της. Τις ημέρες που ακολουθούν η γυναίκα επικοινωνεί και πάλι με τον Άνθιμο, επικαλούμενη διάφορες δικαιολογίες, εκείνος όμως, περιορίζεται να της απαντήσει πως μόλις έρθει στην Ελλάδα θα διευθετήσουν τις οικονομικές τους εκκρεμότητες. Για εκείνον ήταν οι μόνες εκκρεμότητες που είχαν… Το ημερολόγιο έγραφε 20 Ιουλίου, όταν η Γιαννακοπούλου τηλεφώνησε στην εκκλησία που ιερουργούσε ο Άνθιμος στο Λονδίνο ζητώντας τον Αρχιμανδρίτη, για να ακούσει τους συνεργάτες του να της απαντούν πως βρισκόταν, ήδη, στην Ελλάδα. Όταν τον κάλεσε στο κινητό του εκείνος το αρνήθηκε και της υποσχέθηκε πως θα επικοινωνούσε μαζί της την επομένη. Πράγματι, στις 21 Ιουλίου ο Άνθιμος της τηλεφώνησε και συμφώνησε να βρεθούν, όχι όμως στο σπίτι του. Το τέλος Η Γιαννακοπούλου συνειδητοποίησε πως όλα είχαν τελειώσει και αποφασίζει να κάνει μια ακόμη προσπάθεια. Λίγη ώρα μετά την τηλεφωνική τους επικοινωνία πήγε στο σπίτι του Αρχιμανδρίτη και του χτύπησε το κουδούνι. Εκείνος δεν της άνοιξε και της ζήτησε να φύγει και όταν εκείνη επέμεινε την απείλησε, μιλώντας της μέσα από το θυροτηλέφωνο, πως θα ειδοποιήσει την αστυνομία. Η απόρριψη την χτύπησε σαν ηχηρό χαστούκι
και η Γιαννακοπούλου επέστρεψε στο σπίτι της περιμένοντας το ξημέρωμα. Στις 22 Ιουλίου 1997, τίποτα στο σπίτι της Γιαννακοπούλου στην Καλλιθέα, δεν προμήνυε
το κακό που θα ακολουθούσε. Εκείνη ζήτησε από τον σύζυγο της να της ετοιμάσει πρωινό και έβγαλε από την κρυψώνα τους το όπλο και τα φυσίγγια που είχε αγοράσει. Η γυναίκα επικαλέστηκε ένα πρωινό ραντεβού και έφυγε από το σπίτι της, περίπου στις 8.30. Οδήγησε το αυτοκίνητο του κουνιάδου της και πάρκαρε
λίγα μέτρα μακριά από την είσοδο της πολυκατοικίας, όπου βρισκόταν το διαμέρισμα του Άνθιμου. Παρέμεινε μέσα στο αυτοκίνητο για περίπου δυο ώρες, περιμένοντας να τον δει να βγαίνει από το διαμέρισμα του. Ήταν σίγουρη πως δεν θα την αναγνώριζε, καθώς ο Άνθιμος δεν γνώριζε το αυτοκίνητο που οδηγούσε και εκείνη είχε φροντίσει να αλλάξει την εμφάνιση της. Ήταν λίγο πιο προκλητικά, απ’ ότι συνήθως, ντυμένη, φορούσε μια περούκα την οποία της είχε αγοράσει ο Αρχιμανδρίτης για τις μυστικές τους συναντήσεις και μαύρα γυαλιά ηλίου. Όταν τον είδε, προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε και της γύρισε την πλάτη. Τότε, η Γιαννακοπούλου έβγαλε το όπλο, το οποίο είχε κρυμμένο στην τσάντα της, το κράτησε και με τα δυο της χέρια και πυροβόλησε οκτώ φορές. Σταμάτησε μόνο όταν κατάλαβε πως δεν είχε άλλες σφαίρες. Ο Άνθιμος έπεσε αιμόφυρτος στη μέση του δρόμου και εκείνη πανικόβλητη τράπηκε σε φυγή και άρχισε να περιπλανιέται στη Αττική. Μια εγκαταλελειμμένη οικοδομή στην Καλλιθέα έγινε το καταφύγιο της το πρώτο βράδυ, ενώ το δεύτερο κοιμήθηκε σε ένα πάρκο στην Ελευσίνα. Την τρίτη ημέρα έφτασε στο μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου στην Μάνδρα, όπου εξομολογήθηκε σε μια μοναχή το έγκλημα της. Η μοναχή ειδοποίησε την αστυνομία και η Γιαννακοπούλου συνελήφθη. Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει», είπε η Κάτια Γιαννακοπούλου στον ανακριτή όπου οδηγήθηκε και για εννέα
ολόκληρες ώρες μιλούσε για τη σχέση της με τον Άνθιμο και το μοιραίο τέλος. Το πάθος, η κορύφωση και το τέλος καταγράφηκαν λεπτό προς λεπτό σε μια απολογία -ποταμό. «Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη, από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου», θα πει. Η οικογένεια της, ο σύζυγος και ο γιος της στάθηκαν στο πλευρό της και τη στήριξαν. Και η ώρα της κρίσης έφτασε. «Ότι και αν αποφασίσουν οι δικαστές, εγώ έχω καταδικάσει αιώνια τον εαυτό μου. Ας με συγχωρέσει ο Θεός», είπε η Κάτια Γιαννακοπούλου, λίγο πριν ακούσει το πρωτόδικο δικαστήριο να της επιβάλει ποινή κάθειρξης 20 ετών, αναγνωρίζοντας της, με οριακή πλειοψηφία, τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος. Ο εισαγγελέας, ωστόσο,
άσκησε έφεση υπέρ του νόμου
και το Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας την καταδικάζει σε ισόβια κάθειρξη, παρά την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας, ο οποίος
ζήτησε να της επιβληθεί ποινή δώδεκα ετών, αναγνωρίζοντάς της ότι τέλεσε το έγκλημα σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, αλλά και δυο ελαφρυντικά. Στο άκουσμα της απόφασης η Γιαννακοπούλου κατέρρευσε: «Πείτε στον Γιώργο, τον άνδρα μου, να συνεχίσει με ή χωρίς εμένα. Για τον γιο μας… Εγώ άλλωστε έφταιξα και πληρώνω». Η Γιαννακοπούλου αποφυλακίστηκε, μετά από αίτησή της, τον Αύγουστο του 2013.
Via
αδιέξοδα που βίωνε εκείνη την περίοδο την έκαναν να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, να εξομολογηθεί. Κάτι που είχε κάνει για τελευταία φορά στην τρυφερή ηλικία των 13 ετών. Ο Άνθιμος Ελευθεριάδης, ο οποίος ιερουργούσε στην Παναγίτσα του Παλιού Φαλήρου, έγινε ο πνευματικός της. Από την πρώτη στιγμή την γοήτευσε ο σαγηνευτικός λόγος του, η προσωπικότητα του και η ανάγκη της να βρίσκεται κοντά του ολοένα και μεγάλωνε. «Με τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης. Συνέβαινε κάτι το ανεξήγητο», θα έλεγε αργότερα, προσθέτοντας πως ποτέ δεν θα τολμούσε να κάνει το βήμα που θα περνούσε τη σχέση τους σε άλλη διάσταση. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, ο πατέρας Άνθιμος ήταν εκείνος που πήρε την πρωτοβουλία για να μετατραπεί η σχέση τους από πνευματική σε ερωτική, όταν την κάλεσε μια ημέρα στο σπίτι του. Η συζήτηση τους μακρά, κατά τη διάρκειας της οποίας εκείνος
της πρότεινε να της διδάξει τον έρωτα και εκείνη δέχτηκε. «Μια μέρα με κάλεσε σπίτι του, όπου μιλήσαμε για πολλά, κυρίως γύρω από τη θρησκεία και την Εκκλησία. Αμέσως μετά άρχισε να μου μιλάει για τον έρωτα. Εκείνη την ώρα με φίλησε για πρώτη φορά και μάλιστα αυτό το φιλί στο στόμα κράτησε για πολλή ώρα», όπως ανέφερε η ίδια. Όταν, όμως, την επομένη την κυρίευσαν οι ενοχές σε εκείνον, τον πνευματικό της, προσέφυγε για να την καθησυχάσει. Η «αδυναμία της ανθρώπινης φύσης» ήταν αρκετή για να εκλογικεύσει αυτή τη νέα σχέση. Η «άφεση αμαρτιών» που της δόθηκε, από τον ίδιο τον εραστή της, αποτέλεσε την αφετηρία ενός
παθιασμένου έρωτα. Ένα έρωτα, χωρίς αναστολές, που ανέτρεψε την καθημερινότητα των δυο πρωταγωνιστών του οι οποίοι ζούσαν την ένταση του παράνομου. Για την Κάτια Γιαννακοπούλου, η οποία τότε ήταν 34 ετών, ο πατέρας Άνθιμος έγινε το κέντρο του σύμπαντός της. Άλλωστε, της είχε ζητήσει «να είναι η Φοίβη του και να τον διακονεί όπως η Φοίβη τον Άγιο Παύλο». Η οικογένεια της πέρασε σε δεύτερη μοίρα και αφιερώθηκε στο πάθος της για εκείνον. Οι συναντήσεις τους ήταν τακτικές, τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα. Όπως ισχυρίστηκε αργότερα η Κάτια Γιαννακοπούλου, τα χρόνια που ακολούθησαν του έδινε και χρήματα που έπαιρνε από την τράπεζα, κρυφά το σύζυγο της. Μάλιστα, ισχυρίστηκε πως συνολικά του έδωσε 27 εκατομμύρια δραχμές. Ο αρχιμανδρίτης της είχε πει, ότι ονειρεύτηκε την Παναγία η οποία του ζήτησε να κάνει κάποια πράγματα, που δεν μπορούσε να τα καλύψει οικονομικά και όταν της το είπε, του απάντησε: «θα σε βοηθήσει η Κάτια». Έτσι, του έδωσε τα πρώτα επτά εκατομμύρια δραχμές. Η αντίστροφη μέτρηση Το 1995 διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια κόπωσης στη σχέση τους. Ο Αρχιμανδρίτης έχει αρχίσει να ασφυκτιά και προσπαθεί να απομακρυνθεί από την Κάτια.
Εκείνη την περίοδο, για άγνωστο λόγο, απολύθηκε από την εκκλησία του και μετατέθηκε στο Λονδίνο. Αυτή ήταν, προφανώς, και η ευκαιρία του να ξεκόψει μια και καλή από τη Γιαννακοπούλου, η οποία παρέμενε τρελά ερωτευμένη μαζί του. Η γυναίκα δεν ήθελε με τίποτα να τον χάσει και έκανε
ακόμη και ταξίδια αυθημερόν στο Λονδίνο για να τον συναντήσει, έστω και για λίγες ώρες. Η γυναικεία της διαίσθηση, όμως, της έλεγε πως κάτι είχε αλλάξει. Η συμπεριφορά του αγαπημένου της δεν ήταν όπως παλιά και η ιδέα πως εκείνος δεν έτρεφε τα ίδια αισθήματα με εκείνη της ήταν αφόρητη. Και στην προσπάθεια της να τον κρατήσει κατέφυγε σε ακραίες συμπεριφορές. Μαγνητοφώνησε τις ερωτικές τους συνευρέσεις και τις τηλεφωνικές συζητήσεις τους και άρχισε να τον απειλεί και να τον εκβιάζει. Ο Αρχιμανδρίτης, όμως, δεν πτοήθηκε καθώς ήταν αποφασισμένος να βάλει τέλος στη σχέση τους. Η
αντίστροφη μέτρηση είχε
αρχίσει. Όταν τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους ο Άνθιμος επέστρεψε στην Ελλάδα για να ψηφίσει, δεν την ενημερώνει και όταν εκείνη το έμαθε καταρρέει. Προσπάθησε, χωρίς αποτέλεσμα, να έρθει σε επαφή μαζί του. Στις 7 Μαρτίου 1997, όμως, οι δυο τους συναντήθηκαν στο σπίτι του Αρχιμανδρίτη, στη Νέα Σμύρνη. Ο καβγάς που ακολούθησε ήταν σφοδρός και η Γιαννακοπούλου τραυμάτισε τον Άνθιμο, με ένα μαχαίρι, ελαφρά στο λαιμό. Τους επόμενους μήνες η Γιαννακοπούλου επιδίδεται σε έναν απεγνωσμένο αγώνα να επικοινωνήσει με τον Άνθιμο, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίνεται στα καλέσματα της. Την αποφεύγει και σε πολλές περιπτώσεις υποδύεται πως δεν την γνωρίζει καν. Τον Ιούνιο του 1997, η Γιαννακοπούλου αποφασίζει να βάλει τέλος με κάθε τρόπο στο μαρτύριο της και πηγαίνει στη Ομόνοια, όπου αγοράζει ένα οκτάσφαιρο πιστόλι, διαμετρήματος 9 mm και τρία κουτιά με φυσίγγια, αντί του συνολικού ποσού των 500.000 δραχμών και τα κρύβει στο δωμάτιο της. Τις ημέρες που ακολουθούν η γυναίκα επικοινωνεί και πάλι με τον Άνθιμο, επικαλούμενη διάφορες δικαιολογίες, εκείνος όμως, περιορίζεται να της απαντήσει πως μόλις έρθει στην Ελλάδα θα διευθετήσουν τις οικονομικές τους εκκρεμότητες. Για εκείνον ήταν οι μόνες εκκρεμότητες που είχαν… Το ημερολόγιο έγραφε 20 Ιουλίου, όταν η Γιαννακοπούλου τηλεφώνησε στην εκκλησία που ιερουργούσε ο Άνθιμος στο Λονδίνο ζητώντας τον Αρχιμανδρίτη, για να ακούσει τους συνεργάτες του να της απαντούν πως βρισκόταν, ήδη, στην Ελλάδα. Όταν τον κάλεσε στο κινητό του εκείνος το αρνήθηκε και της υποσχέθηκε πως θα επικοινωνούσε μαζί της την επομένη. Πράγματι, στις 21 Ιουλίου ο Άνθιμος της τηλεφώνησε και συμφώνησε να βρεθούν, όχι όμως στο σπίτι του. Το τέλος Η Γιαννακοπούλου συνειδητοποίησε πως όλα είχαν τελειώσει και αποφασίζει να κάνει μια ακόμη προσπάθεια. Λίγη ώρα μετά την τηλεφωνική τους επικοινωνία πήγε στο σπίτι του Αρχιμανδρίτη και του χτύπησε το κουδούνι. Εκείνος δεν της άνοιξε και της ζήτησε να φύγει και όταν εκείνη επέμεινε την απείλησε, μιλώντας της μέσα από το θυροτηλέφωνο, πως θα ειδοποιήσει την αστυνομία. Η απόρριψη την χτύπησε σαν ηχηρό χαστούκι
και η Γιαννακοπούλου επέστρεψε στο σπίτι της περιμένοντας το ξημέρωμα. Στις 22 Ιουλίου 1997, τίποτα στο σπίτι της Γιαννακοπούλου στην Καλλιθέα, δεν προμήνυε
το κακό που θα ακολουθούσε. Εκείνη ζήτησε από τον σύζυγο της να της ετοιμάσει πρωινό και έβγαλε από την κρυψώνα τους το όπλο και τα φυσίγγια που είχε αγοράσει. Η γυναίκα επικαλέστηκε ένα πρωινό ραντεβού και έφυγε από το σπίτι της, περίπου στις 8.30. Οδήγησε το αυτοκίνητο του κουνιάδου της και πάρκαρε
λίγα μέτρα μακριά από την είσοδο της πολυκατοικίας, όπου βρισκόταν το διαμέρισμα του Άνθιμου. Παρέμεινε μέσα στο αυτοκίνητο για περίπου δυο ώρες, περιμένοντας να τον δει να βγαίνει από το διαμέρισμα του. Ήταν σίγουρη πως δεν θα την αναγνώριζε, καθώς ο Άνθιμος δεν γνώριζε το αυτοκίνητο που οδηγούσε και εκείνη είχε φροντίσει να αλλάξει την εμφάνιση της. Ήταν λίγο πιο προκλητικά, απ’ ότι συνήθως, ντυμένη, φορούσε μια περούκα την οποία της είχε αγοράσει ο Αρχιμανδρίτης για τις μυστικές τους συναντήσεις και μαύρα γυαλιά ηλίου. Όταν τον είδε, προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε και της γύρισε την πλάτη. Τότε, η Γιαννακοπούλου έβγαλε το όπλο, το οποίο είχε κρυμμένο στην τσάντα της, το κράτησε και με τα δυο της χέρια και πυροβόλησε οκτώ φορές. Σταμάτησε μόνο όταν κατάλαβε πως δεν είχε άλλες σφαίρες. Ο Άνθιμος έπεσε αιμόφυρτος στη μέση του δρόμου και εκείνη πανικόβλητη τράπηκε σε φυγή και άρχισε να περιπλανιέται στη Αττική. Μια εγκαταλελειμμένη οικοδομή στην Καλλιθέα έγινε το καταφύγιο της το πρώτο βράδυ, ενώ το δεύτερο κοιμήθηκε σε ένα πάρκο στην Ελευσίνα. Την τρίτη ημέρα έφτασε στο μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου στην Μάνδρα, όπου εξομολογήθηκε σε μια μοναχή το έγκλημα της. Η μοναχή ειδοποίησε την αστυνομία και η Γιαννακοπούλου συνελήφθη. Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει», είπε η Κάτια Γιαννακοπούλου στον ανακριτή όπου οδηγήθηκε και για εννέα
ολόκληρες ώρες μιλούσε για τη σχέση της με τον Άνθιμο και το μοιραίο τέλος. Το πάθος, η κορύφωση και το τέλος καταγράφηκαν λεπτό προς λεπτό σε μια απολογία -ποταμό. «Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη, από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου», θα πει. Η οικογένεια της, ο σύζυγος και ο γιος της στάθηκαν στο πλευρό της και τη στήριξαν. Και η ώρα της κρίσης έφτασε. «Ότι και αν αποφασίσουν οι δικαστές, εγώ έχω καταδικάσει αιώνια τον εαυτό μου. Ας με συγχωρέσει ο Θεός», είπε η Κάτια Γιαννακοπούλου, λίγο πριν ακούσει το πρωτόδικο δικαστήριο να της επιβάλει ποινή κάθειρξης 20 ετών, αναγνωρίζοντας της, με οριακή πλειοψηφία, τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος. Ο εισαγγελέας, ωστόσο,
άσκησε έφεση υπέρ του νόμου
και το Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας την καταδικάζει σε ισόβια κάθειρξη, παρά την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας, ο οποίος
ζήτησε να της επιβληθεί ποινή δώδεκα ετών, αναγνωρίζοντάς της ότι τέλεσε το έγκλημα σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, αλλά και δυο ελαφρυντικά. Στο άκουσμα της απόφασης η Γιαννακοπούλου κατέρρευσε: «Πείτε στον Γιώργο, τον άνδρα μου, να συνεχίσει με ή χωρίς εμένα. Για τον γιο μας… Εγώ άλλωστε έφταιξα και πληρώνω». Η Γιαννακοπούλου αποφυλακίστηκε, μετά από αίτησή της, τον Αύγουστο του 2013.
Via
from adieXodos.gr http://ift.tt/2eW3nrv
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου