Παρακάτω αναφέρουμε κάποιους ενδεικτικούς μύθους όπως:
ΟΙ ΔΥΟ ΚΟΚΟΡΕΣ ΚΑΙ Ο ΑΕΤΟΣΔύο
κόκορες έστησαν άγριο καυγά. Αυτός που έχασε, τραβήχτηκε σε μια γωνιά.
Όσο για τον άλλο, το μεγάλο νικητή, ανέβηκε όσο πιο ψηλά μπορούσε στο
κοτέτσι και φούσκωνε και κόμπαζε, ώσπου τον άρπαξε ένας αετός
περαστικός.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Δε χρειάζεται να υπερβάλλουμε ως προς τις επιτυχίες μας και πως είναι μάλλον απερισκεψία να τις παίρνουμε στα σοβαρά.
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΑΖΕΨΕ ΤΗΝ ΟΧΙΑΧειμώνα
καιρό, μια οχιά κειτόταν παγωμένη στην άκρη του δρόμου. Θα πέθαινε το
δίχως άλλο από το τσουχτερό κρύο, αν δεν τύχαινε να φανεί κάποιος
περαστικός.
Την είδε, τη λυπήθηκε, τη μάζεψε και την έχωσε στον κόρφο
του.
Εκείνη, μόλις ζεστάθηκε, του έδωσε μια δαγκωνιά και τον σκότωσε.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Ο κακός ο άνθρωπος ακόμη και αν ευεργετηθεί, με κακία θα ξεπληρώσει τον ευεργέτη του.
Ο ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Ο
μέρμηγκας απολάμβανε, μέσα στον άγριο χειμώνα, το σιτάρι που είχε
μαζέψει από το καλοκαίρι.
Πήγε λοιπόν ο τζίτζικας και του ζήτησε λιγάκι
να φάει.
«Τι έκανες όλο το καλοκαίρι; Πώς τα κατάφερες να μείνεις
χωρίς σιτάρι;» τον ρώτησε ο μέρμηγκας.
«Τραγουδούσα και δε μου έμεινε
καιρός» απάντησε εκείνος.
«Ε, αφού τραγούδησες καλά – καλά, ήρθε η ώρα
να χορέψεις!» είπε ο μέρμηγκας γελώντας και έκρυψε το σιτάρι πιο βαθιά
στη φωλιά του.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Οι τεμπέληδες και οι ανοργάνωτοι άνθρωποι που ασχολούνται με ανόητα πράγματα, στο τέλος δε θα έχουν ούτε να φάνε.
Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣΟ
Γάιδαρος άκουσε κάποτε τον τζίτζικα και κατευχαριστήθηκε.
«Μα τι τρως
και έχεις τόσο γλυκιά φωνή;» τον ρώτησε. «Αέρα και δροσιά» απάντησε
εκείνος.
Τότε ο γάιδαρος νόμισε πως έμαθε το μεγάλο μυστικό που κάνει
τις ωραίες φωνές.
Άνοιξε λοιπόν το στόμα του, για να χορτάσει τάχα
μπόλικο αέρα και δροσιά, και έμεινε έτσι χάσκοντας, μέχρι που πέθανε από
την πείνα.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Είναι καθαρή απερισκεψία να προσπαθούμε αφύσικα πράγματα γιατί δεν έχουμε, ούτε πρέπει να έχουμε όλοι την ίδια φύση. Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣΚάποιος
φτωχός, είχε φορτωθεί ένα δεμάτι ξύλα και τραβούσε το δρόμο του.
Εκεί
που πήγαινε, σαν να ζαλίστηκε.
Ξεφορτώθηκε τα ξύλα, κάθισε κατάχαμα και
από την πολλή την κούραση και την απελπισία, έβγαλε φωνή σπαρακτική:
«Αχ, που είσαι θάνατε…»
Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει και να ο θάνατος
μπροστά του.
«Γιατί με φωνάζεις;» τον ρωτάει.
Και εκείνος: «Για τα
ξύλα, βάλε ένα χεράκι να τα σηκώσουμε». ΔΙΔΑΓΜΑ: Όλοι οι άνθρωποι αγαπούν τη ζωή τους όσα βάσανα και στενοχώριες και αν τους τύχουν.
ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΚΑΙ Ο ΚΟΡΑΚΑΣΤο
χελιδόνι και ο κόρακας λογομαχούσαν για τα κάλλη τους.
Λέει λοιπόν ο
κόρακας: «Η ομορφιά σου κρατάει όσο και η Άνοιξη.
Την παγωνιά δεν την
αντέχει.
Όμως το δικό μου σώμα και το κρύο του Χειμώνα υποφέρει και τη
ζέστη του Καλοκαιριού»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Η υγεία και η αντοχή αξίζουν περισσότερο από τα κάλλη όλου του κόσμου.
ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑΜαζεύτηκαν
λοιπόν τα ποτάμια και άρχισαν να κατηγορούν τη θάλασσα.
«Δε μας λες,
γιατί αφού εμείς είμαστε γλυκά και πόσιμα, όταν μπούμε μέσα σου
αλμυρίζουμε και πικρίζουμε;»
Και η θάλασσα που είδε πως είχαν παραπάρει
φόρα, τους λέει: «Μην έρχεστε, για να μην αλμυρίζετε!»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Ο μύθος κατακρίνει αυτούς που χρωστάνε και ζητάνε και τα ρέστα.
Η ΓΑΤΑ ΚΑΙ Η ΛΙΜΑΜια γάτα
μπήκε στο χαλκωματάδικο και ανακάλυψε τη σιδερένια λίμα.
Άρχισε τότε να
τη γλύφει με μανία.
Άναψε η γλώσσα της και γδάρθηκε και μάτωσε, αλλά
εκείνη το διασκέδαζε γιατί νόμιζε πως τρώει το σίδερο.
Συνέχισε λοιπόν
ακάθεκτη να το αποτελειώσει, ώσπου της τελείωσε η γλώσσα. ΔΙΔΑΓΜΑ: Όποιος καταπιάνεται με ανώφελη δουλειά, πριν την τελειώσει θα τον τελειώσει.
Ο ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣΚάποιος
κυνηγός είδε ένα λύκο να ορμάει στο κοπάδι και να κατασπαράζει με άνεση
τα περισσότερα πρόβατα.
Σοφίστηκε λοιπόν μια παγίδα, τον έπιασε, τον
έδωσε στα σκυλιά του και ύστερα του είπε: «Που πήγε τώρα εκείνη η φοβερή
και τρομερή σου άνεση, θηρίο ανήμερο;»
ΔΙΔΑΓΜΑ:Καθένας στο είδος του και ο μάστορας στη μαστοριά του.
Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΟΡΙΑΣ
Ο ήλιος
και ο βοριάς καυγάδιζαν για το ποιος θα κατάφερνε να πάρει το πανωφόρι
του ανθρώπου.
Πρώτος άρχισε ο βοριάς.
Βάλθηκε να φυσάει με μανία και
όσο φύσαγε, τόσο κρύωνε ο άνθρωπος και τυλιγόταν στο πανωφόρι του γερά
και το κρατούσε μη του το πάρει ο άνεμος.
Είδε και αποείδε ο βοριάς και
κατάλαβε πως δε θα κατάφερνε τίποτα.
Ύστερα, ήρθε η σειρά του ήλιου.
Έλαμψε λοιπόν στον ουρανό και έκανε τον κόσμο καμίνι από τη ζέστη.
Άναψε ο άνθρωπος, έβγαλε το πανωφόρι του, το δίπλωσε και το κρέμασε στον
ώμο του.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Η ταπεινότητα είναι και πιο πρακτική και πιο αποτελεσματική από την αλαζονεία.
ΔΙΨΑΣΜΕΝΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Ένα
περιστέρι ήταν τόσο διψασμένο, ώστε πετούσε σαν τρελό εδώ και εκεί για
να βρει λίγο νερό.
Ξαφνικά, είδε σε κάποιο τοίχο ζωγραφισμένο ένα
κανάτι και νόμισε πως είναι αληθινό.
Πήρε φόρα λοιπόν και όρμησε να
ξεδιψάσει με το νερό που τάχα ήταν γεμάτη η ζωγραφιά.
Φυσικά, έσκασε
στον τοίχο και τραυματίστηκε θανάσιμα.
Λίγο πριν ξεψυχήσει, ψιθύρισε:
«Τι ατυχία και αυτή! Απ’ την πολλή μου δίψα, ξέχασα το δύστυχο, πως
υπάρχει και ο θάνατος.»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Η υπομονή είναι προτιμότερη από την αλόγιστη βιασύνη.
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ ΜΙΜΕΙΤΑΙ ΤΟΝ ΑΕΤΟΤο κοράκι
είδε κάποτε τον αετό ν’ αρπάζει ένα αρνί απ’ το κοπάδι και θέλησε να
τον μιμηθεί.
Έπεσε λοιπόν πάνω σε κάποιο κριάρι, τάχα για να το
αρπάξει.
Όμως τα νύχια του μπλέχτηκαν στην προβιά και όταν ήρθε ο
βοσκός το σκότωσε ακαριαία.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Όταν ο αδύναμος προσπαθεί να παραστήσει το δυνατό, δε γίνεται μόνο ρεζίλι, αλλά κινδυνεύει να πεθάνει κιόλας από καθαρή βλακεία.
ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΝΗΓΟΙΈνα ελάφι
διψασμένο κατέβηκε στο ποτάμι και καθώς έσκυβε να ξεδιψάσει, είδε στο
νερό το είδωλό του.
Τα πόδια του, του φάνηκαν πολύ λεπτά και ντράπηκε.
Αντίθετα, θαύμασε τα μεγάλα κέρατά του.
Ξαφνικά, εμφανίστηκαν κυνηγοί
και άρχισαν να το καταδιώκουν. Το ελάφι, όσο έτρεχε στην πεδιάδα, τους
ξέφευγε.
Κάποτε όμως, έφτασε σ’ ένα βάλτο και προσπαθώντας να τον
περάσει, πιάστηκαν τα κέρατά του σε κάτι κλαδιά.
Την ώρα που το
γράπωναν οι κυνηγοί, στέναξε και είπε: «Τι έπαθα, το δύστυχο! Μ’ έσωσε η
ντροπή μου, για να με σκοτώσει το καύχημά μου.»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Δεν πρέπει να παινευόμαστε παρά μόνο για ό,τι χρήσιμο και ωφέλιμο διαθέτουμε.
ΤΟ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗΜΕΝΟ ΦΙΔΙΣερνόταν
λοιπόν το φίδι και το τσαλαπατούσαν.
Μια και δυό, πάει στο βωμό του
Απόλλωνα και τι του λέει: «Αν δάγκωνες τον πρώτο που σε πάτησε, κανείς
δεν θα τολμούσε να το επαναλάβει!»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Όταν τιμωρείται ο πρώτος παραβάτης, αποθαρρύνονται οπωσδήποτε οι μιμητές του.
ΤΟ ΑΡΡΩΣΤΟ ΕΛΑΦΙΚάποιο
άρρωστο ελάφι, βρήκε ένα ξέφωτο και ξάπλωσε.
Τα άλλα ζώα το είδαν και
πήγαν κοντά του τάχα για συμπαράσταση.
Σε λίγο, άρχισαν να βόσκουν το
χορτάρι που φύτρωνε γύρω – γύρω, ώσπου το εξαφάνισαν.
Κάποτε το ελάφι
συνήλθε, αλλά δεν είχε τίποτε να φάει και πέθανε για τα καλά.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Όποιος συναναστρέφεται αχρείαστους ανθρώπους, εχθρούς συναναστρέφεται. ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΠΛΕΝΟΤΑΝΈνα παιδί
μπήκε σε κάποιο ποτάμι για να πλυθεί, αλλά επειδή δεν ήξερε κολύμπι,
άρχισε να πνίγεται.
Βλέποντας κάποιον περαστικό, έβαλε τις φωνές.
Εκείνος βούτηξε να το σώσει λέγοντάς του: «Τι ήθελες και μπήκες σε τόσο
νερό αφού δεν ήξερες κολύμπι;»
Και το παιδί: «Σώσε με πρώτα και ύστερα
με μαλώνεις όσο θέλεις!»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Οι επιπλήξεις που γίνονται σε λάθος στιγμή, καταντούν προσβολές χωρίς κανένα νόημα.
ΤΟ ΓΕΡΙΚΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ Η ΑΛΕΠΟΥΓέρασε το
λιοντάρι και έχασε τη δύναμή του και δεν μπορούσε πια να κυνηγήσει, γι’
αυτό σκέφτηκε κάποιο κόλπο.
Έκανε τάχα το άρρωστο και δεν έβγαινε από
την φωλιά του.
Ένα – ένα τα ζώα πήγαιναν να το επισκεφθούν και εκείνο
τα καταβρόχθιζε.
Βλέποντας η αλεπού την απάτη που σκαρφίστηκε, δεν
έλεγε να πλησιάσει και καθόταν κάπου μακριά και ρωτούσε για την υγεία
του.
«Μα γιατί δεν έρχεσαι να τα πούμε από κοντά;» απόρησε το
λιοντάρι.
«Γιατί βλέπω πολλές πατημασιές να μπαίνουν στη σπηλιά σου,
αλλά καμία να βγαίνει» απάντησε εκείνη.
ΔΙΔΑΓΜΑ:
Πρέπει να κρατιόμαστε μακριά από τους επικίνδυνους ανθρώπους και να
φυλαγόμαστε από την υποκριτική φιλία τους που σκοπεύει στην εξόντωσή
μας.
Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΣΙΚΑΗ κατσίκα
έβοσκε στην κορυφή ενός βράχου.
Ο λύκος πέρασε, την είδε, την ορέχτηκε
και βάλθηκε να τη φτάσει, αλλά ο βράχος ήταν πολύ ψηλός και δεν
μπορούσε ν’ ανέβει.
Στάθηκε τότε από κάτω και της είπε: «Άφησες
φουκαριάρα μου τα λιβάδια και ους κάμπους και ανέβηκες στα κατσάβραχα να
βοσκήσεις; Δε βλέπεις πως κινδυνεύεις να τσακιστείς;».
«Αυτό που εγώ
βλέπω, είναι πως αφού δεν κατάφερες να με φτάσεις προσπαθείς να με
κατεβάσεις για να με φάς» του απάντησε εκείνη.
ΔΙΔΑΓΜΑ:
Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να δώσουν στον άλλον τη χειρότερη συμβουλή, αν είναι να βγουν οι ίδιοι κερδισμένοι.
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΑΓΟΣΟ σκύλος
πήρε στο κυνήγι ένα λαγό και αφού τον έπιασε, πότε τον δάγκωνε και πότε
έγλυφε το αίμα που έτρεχε από τις πληγές.
Ο λαγός νόμισε πως τον
φυλούσε και του είπε: «Ή χάιδευέ με σαν φίλος ή δάγκωνέ με σαν εχθρός!»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Μερικοί άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν φίλοι, αλλά σκέφτονται σαν εχθροί
Via
ΟΙ ΔΥΟ ΚΟΚΟΡΕΣ ΚΑΙ Ο ΑΕΤΟΣΔύο
κόκορες έστησαν άγριο καυγά. Αυτός που έχασε, τραβήχτηκε σε μια γωνιά.
Όσο για τον άλλο, το μεγάλο νικητή, ανέβηκε όσο πιο ψηλά μπορούσε στο
κοτέτσι και φούσκωνε και κόμπαζε, ώσπου τον άρπαξε ένας αετός
περαστικός.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Δε χρειάζεται να υπερβάλλουμε ως προς τις επιτυχίες μας και πως είναι μάλλον απερισκεψία να τις παίρνουμε στα σοβαρά.
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΑΖΕΨΕ ΤΗΝ ΟΧΙΑΧειμώνα
καιρό, μια οχιά κειτόταν παγωμένη στην άκρη του δρόμου. Θα πέθαινε το
δίχως άλλο από το τσουχτερό κρύο, αν δεν τύχαινε να φανεί κάποιος
περαστικός.
Την είδε, τη λυπήθηκε, τη μάζεψε και την έχωσε στον κόρφο
του.
Εκείνη, μόλις ζεστάθηκε, του έδωσε μια δαγκωνιά και τον σκότωσε.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Ο κακός ο άνθρωπος ακόμη και αν ευεργετηθεί, με κακία θα ξεπληρώσει τον ευεργέτη του.
Ο ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Ο
μέρμηγκας απολάμβανε, μέσα στον άγριο χειμώνα, το σιτάρι που είχε
μαζέψει από το καλοκαίρι.
Πήγε λοιπόν ο τζίτζικας και του ζήτησε λιγάκι
να φάει.
«Τι έκανες όλο το καλοκαίρι; Πώς τα κατάφερες να μείνεις
χωρίς σιτάρι;» τον ρώτησε ο μέρμηγκας.
«Τραγουδούσα και δε μου έμεινε
καιρός» απάντησε εκείνος.
«Ε, αφού τραγούδησες καλά – καλά, ήρθε η ώρα
να χορέψεις!» είπε ο μέρμηγκας γελώντας και έκρυψε το σιτάρι πιο βαθιά
στη φωλιά του.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Οι τεμπέληδες και οι ανοργάνωτοι άνθρωποι που ασχολούνται με ανόητα πράγματα, στο τέλος δε θα έχουν ούτε να φάνε.
Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣΟ
Γάιδαρος άκουσε κάποτε τον τζίτζικα και κατευχαριστήθηκε.
«Μα τι τρως
και έχεις τόσο γλυκιά φωνή;» τον ρώτησε. «Αέρα και δροσιά» απάντησε
εκείνος.
Τότε ο γάιδαρος νόμισε πως έμαθε το μεγάλο μυστικό που κάνει
τις ωραίες φωνές.
Άνοιξε λοιπόν το στόμα του, για να χορτάσει τάχα
μπόλικο αέρα και δροσιά, και έμεινε έτσι χάσκοντας, μέχρι που πέθανε από
την πείνα.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Είναι καθαρή απερισκεψία να προσπαθούμε αφύσικα πράγματα γιατί δεν έχουμε, ούτε πρέπει να έχουμε όλοι την ίδια φύση. Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣΚάποιος
φτωχός, είχε φορτωθεί ένα δεμάτι ξύλα και τραβούσε το δρόμο του.
Εκεί
που πήγαινε, σαν να ζαλίστηκε.
Ξεφορτώθηκε τα ξύλα, κάθισε κατάχαμα και
από την πολλή την κούραση και την απελπισία, έβγαλε φωνή σπαρακτική:
«Αχ, που είσαι θάνατε…»
Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει και να ο θάνατος
μπροστά του.
«Γιατί με φωνάζεις;» τον ρωτάει.
Και εκείνος: «Για τα
ξύλα, βάλε ένα χεράκι να τα σηκώσουμε». ΔΙΔΑΓΜΑ: Όλοι οι άνθρωποι αγαπούν τη ζωή τους όσα βάσανα και στενοχώριες και αν τους τύχουν.
ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΚΑΙ Ο ΚΟΡΑΚΑΣΤο
χελιδόνι και ο κόρακας λογομαχούσαν για τα κάλλη τους.
Λέει λοιπόν ο
κόρακας: «Η ομορφιά σου κρατάει όσο και η Άνοιξη.
Την παγωνιά δεν την
αντέχει.
Όμως το δικό μου σώμα και το κρύο του Χειμώνα υποφέρει και τη
ζέστη του Καλοκαιριού»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Η υγεία και η αντοχή αξίζουν περισσότερο από τα κάλλη όλου του κόσμου.
ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑΜαζεύτηκαν
λοιπόν τα ποτάμια και άρχισαν να κατηγορούν τη θάλασσα.
«Δε μας λες,
γιατί αφού εμείς είμαστε γλυκά και πόσιμα, όταν μπούμε μέσα σου
αλμυρίζουμε και πικρίζουμε;»
Και η θάλασσα που είδε πως είχαν παραπάρει
φόρα, τους λέει: «Μην έρχεστε, για να μην αλμυρίζετε!»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Ο μύθος κατακρίνει αυτούς που χρωστάνε και ζητάνε και τα ρέστα.
Η ΓΑΤΑ ΚΑΙ Η ΛΙΜΑΜια γάτα
μπήκε στο χαλκωματάδικο και ανακάλυψε τη σιδερένια λίμα.
Άρχισε τότε να
τη γλύφει με μανία.
Άναψε η γλώσσα της και γδάρθηκε και μάτωσε, αλλά
εκείνη το διασκέδαζε γιατί νόμιζε πως τρώει το σίδερο.
Συνέχισε λοιπόν
ακάθεκτη να το αποτελειώσει, ώσπου της τελείωσε η γλώσσα. ΔΙΔΑΓΜΑ: Όποιος καταπιάνεται με ανώφελη δουλειά, πριν την τελειώσει θα τον τελειώσει.
Ο ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣΚάποιος
κυνηγός είδε ένα λύκο να ορμάει στο κοπάδι και να κατασπαράζει με άνεση
τα περισσότερα πρόβατα.
Σοφίστηκε λοιπόν μια παγίδα, τον έπιασε, τον
έδωσε στα σκυλιά του και ύστερα του είπε: «Που πήγε τώρα εκείνη η φοβερή
και τρομερή σου άνεση, θηρίο ανήμερο;»
ΔΙΔΑΓΜΑ:Καθένας στο είδος του και ο μάστορας στη μαστοριά του.
Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΟΡΙΑΣ
Ο ήλιος
και ο βοριάς καυγάδιζαν για το ποιος θα κατάφερνε να πάρει το πανωφόρι
του ανθρώπου.
Πρώτος άρχισε ο βοριάς.
Βάλθηκε να φυσάει με μανία και
όσο φύσαγε, τόσο κρύωνε ο άνθρωπος και τυλιγόταν στο πανωφόρι του γερά
και το κρατούσε μη του το πάρει ο άνεμος.
Είδε και αποείδε ο βοριάς και
κατάλαβε πως δε θα κατάφερνε τίποτα.
Ύστερα, ήρθε η σειρά του ήλιου.
Έλαμψε λοιπόν στον ουρανό και έκανε τον κόσμο καμίνι από τη ζέστη.
Άναψε ο άνθρωπος, έβγαλε το πανωφόρι του, το δίπλωσε και το κρέμασε στον
ώμο του.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Η ταπεινότητα είναι και πιο πρακτική και πιο αποτελεσματική από την αλαζονεία.
ΔΙΨΑΣΜΕΝΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Ένα
περιστέρι ήταν τόσο διψασμένο, ώστε πετούσε σαν τρελό εδώ και εκεί για
να βρει λίγο νερό.
Ξαφνικά, είδε σε κάποιο τοίχο ζωγραφισμένο ένα
κανάτι και νόμισε πως είναι αληθινό.
Πήρε φόρα λοιπόν και όρμησε να
ξεδιψάσει με το νερό που τάχα ήταν γεμάτη η ζωγραφιά.
Φυσικά, έσκασε
στον τοίχο και τραυματίστηκε θανάσιμα.
Λίγο πριν ξεψυχήσει, ψιθύρισε:
«Τι ατυχία και αυτή! Απ’ την πολλή μου δίψα, ξέχασα το δύστυχο, πως
υπάρχει και ο θάνατος.»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Η υπομονή είναι προτιμότερη από την αλόγιστη βιασύνη.
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ ΜΙΜΕΙΤΑΙ ΤΟΝ ΑΕΤΟΤο κοράκι
είδε κάποτε τον αετό ν’ αρπάζει ένα αρνί απ’ το κοπάδι και θέλησε να
τον μιμηθεί.
Έπεσε λοιπόν πάνω σε κάποιο κριάρι, τάχα για να το
αρπάξει.
Όμως τα νύχια του μπλέχτηκαν στην προβιά και όταν ήρθε ο
βοσκός το σκότωσε ακαριαία.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Όταν ο αδύναμος προσπαθεί να παραστήσει το δυνατό, δε γίνεται μόνο ρεζίλι, αλλά κινδυνεύει να πεθάνει κιόλας από καθαρή βλακεία.
ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΝΗΓΟΙΈνα ελάφι
διψασμένο κατέβηκε στο ποτάμι και καθώς έσκυβε να ξεδιψάσει, είδε στο
νερό το είδωλό του.
Τα πόδια του, του φάνηκαν πολύ λεπτά και ντράπηκε.
Αντίθετα, θαύμασε τα μεγάλα κέρατά του.
Ξαφνικά, εμφανίστηκαν κυνηγοί
και άρχισαν να το καταδιώκουν. Το ελάφι, όσο έτρεχε στην πεδιάδα, τους
ξέφευγε.
Κάποτε όμως, έφτασε σ’ ένα βάλτο και προσπαθώντας να τον
περάσει, πιάστηκαν τα κέρατά του σε κάτι κλαδιά.
Την ώρα που το
γράπωναν οι κυνηγοί, στέναξε και είπε: «Τι έπαθα, το δύστυχο! Μ’ έσωσε η
ντροπή μου, για να με σκοτώσει το καύχημά μου.»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Δεν πρέπει να παινευόμαστε παρά μόνο για ό,τι χρήσιμο και ωφέλιμο διαθέτουμε.
ΤΟ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗΜΕΝΟ ΦΙΔΙΣερνόταν
λοιπόν το φίδι και το τσαλαπατούσαν.
Μια και δυό, πάει στο βωμό του
Απόλλωνα και τι του λέει: «Αν δάγκωνες τον πρώτο που σε πάτησε, κανείς
δεν θα τολμούσε να το επαναλάβει!»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Όταν τιμωρείται ο πρώτος παραβάτης, αποθαρρύνονται οπωσδήποτε οι μιμητές του.
ΤΟ ΑΡΡΩΣΤΟ ΕΛΑΦΙΚάποιο
άρρωστο ελάφι, βρήκε ένα ξέφωτο και ξάπλωσε.
Τα άλλα ζώα το είδαν και
πήγαν κοντά του τάχα για συμπαράσταση.
Σε λίγο, άρχισαν να βόσκουν το
χορτάρι που φύτρωνε γύρω – γύρω, ώσπου το εξαφάνισαν.
Κάποτε το ελάφι
συνήλθε, αλλά δεν είχε τίποτε να φάει και πέθανε για τα καλά.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Όποιος συναναστρέφεται αχρείαστους ανθρώπους, εχθρούς συναναστρέφεται. ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΠΛΕΝΟΤΑΝΈνα παιδί
μπήκε σε κάποιο ποτάμι για να πλυθεί, αλλά επειδή δεν ήξερε κολύμπι,
άρχισε να πνίγεται.
Βλέποντας κάποιον περαστικό, έβαλε τις φωνές.
Εκείνος βούτηξε να το σώσει λέγοντάς του: «Τι ήθελες και μπήκες σε τόσο
νερό αφού δεν ήξερες κολύμπι;»
Και το παιδί: «Σώσε με πρώτα και ύστερα
με μαλώνεις όσο θέλεις!»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Οι επιπλήξεις που γίνονται σε λάθος στιγμή, καταντούν προσβολές χωρίς κανένα νόημα.
ΤΟ ΓΕΡΙΚΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ Η ΑΛΕΠΟΥΓέρασε το
λιοντάρι και έχασε τη δύναμή του και δεν μπορούσε πια να κυνηγήσει, γι’
αυτό σκέφτηκε κάποιο κόλπο.
Έκανε τάχα το άρρωστο και δεν έβγαινε από
την φωλιά του.
Ένα – ένα τα ζώα πήγαιναν να το επισκεφθούν και εκείνο
τα καταβρόχθιζε.
Βλέποντας η αλεπού την απάτη που σκαρφίστηκε, δεν
έλεγε να πλησιάσει και καθόταν κάπου μακριά και ρωτούσε για την υγεία
του.
«Μα γιατί δεν έρχεσαι να τα πούμε από κοντά;» απόρησε το
λιοντάρι.
«Γιατί βλέπω πολλές πατημασιές να μπαίνουν στη σπηλιά σου,
αλλά καμία να βγαίνει» απάντησε εκείνη.
ΔΙΔΑΓΜΑ:
Πρέπει να κρατιόμαστε μακριά από τους επικίνδυνους ανθρώπους και να
φυλαγόμαστε από την υποκριτική φιλία τους που σκοπεύει στην εξόντωσή
μας.
Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΣΙΚΑΗ κατσίκα
έβοσκε στην κορυφή ενός βράχου.
Ο λύκος πέρασε, την είδε, την ορέχτηκε
και βάλθηκε να τη φτάσει, αλλά ο βράχος ήταν πολύ ψηλός και δεν
μπορούσε ν’ ανέβει.
Στάθηκε τότε από κάτω και της είπε: «Άφησες
φουκαριάρα μου τα λιβάδια και ους κάμπους και ανέβηκες στα κατσάβραχα να
βοσκήσεις; Δε βλέπεις πως κινδυνεύεις να τσακιστείς;».
«Αυτό που εγώ
βλέπω, είναι πως αφού δεν κατάφερες να με φτάσεις προσπαθείς να με
κατεβάσεις για να με φάς» του απάντησε εκείνη.
ΔΙΔΑΓΜΑ:
Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να δώσουν στον άλλον τη χειρότερη συμβουλή, αν είναι να βγουν οι ίδιοι κερδισμένοι.
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΑΓΟΣΟ σκύλος
πήρε στο κυνήγι ένα λαγό και αφού τον έπιασε, πότε τον δάγκωνε και πότε
έγλυφε το αίμα που έτρεχε από τις πληγές.
Ο λαγός νόμισε πως τον
φυλούσε και του είπε: «Ή χάιδευέ με σαν φίλος ή δάγκωνέ με σαν εχθρός!»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Μερικοί άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν φίλοι, αλλά σκέφτονται σαν εχθροί
Via
from adieXodos.gr http://ift.tt/1PlfJo2
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου