Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Μαζικό φτύσιμο από (μη) ψηφοφόρους...

Η αποχή ήταν ο μεγάλος «νικητής» των εκλογών της 20ής του Σεπτέμβρη. 764.061 πολίτες περισσότεροι από τον περασμένο Γενάρη δεν πήγαν να ψηφίσουν, ανεβάζοντας την αποχή στο...

ύψος-ρεκόρ του 43,43%. Αν από το 56,57% της συμμετοχής αφαιρέσουμε το 2,42% των άκυρων λευκών, έχουμε μια Βουλή που εκλέχτηκε μόλις από το 54,15% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Η δε πλειοψηφία αυτής της Βουλής (35,46% ΣΥΡΙΖΑ + 3,69% ΑΝΕΛ) δεν εκπροσωπεί παρά το 21,20% του εκλογικού σώματος. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κυβέρνηση ισχνής μειοψηφίας. Στυγνοί εξουσιαστές Αυτή είναι, όμως, η λειτουργία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Κυβερνήσεις μειοψηφίας είχαμε και όταν η αποχή κινούνταν σε σαφώς μικρότερα ποσοστά. Ο εκλογικός νόμος είναι εξ ορισμού καλπονοθευτικός, διότι εμποδίζει τα κόμματα που δεν πιάνουν 3% να εκπροσωπηθούν, ενώ από την άλλη χαρίζει 50 έδρες στο πρώτο κόμμα. Παρά ταύτα, όλες οι αστικές κυβερνήσεις έχουν το θράσος να ισχυρίζονται ότι έχουν λαϊκή εντολή και αυτός ο ισχυρισμός τους δεν αμφισβητείται. Αυτός ο ισχυρισμός, όμως, γίνεται ιδιαίτερα προκλητικός όταν προβάλλεται μετά τις εκλογές της 20ής Σεπτέμβρη. Η αποχή-ρεκόρ, η προσθήκη σ’ αυτούς που έκαναν αποχή περίπου 770.000 ψηφοφόρων που πριν από οχτώ μήνες είχαν ψηφίσει, δείχνει πως αυτοί που σχημάτισαν κυβέρνηση δεν έχουν κανένα δικαίωμα να μιλούν για λαϊκή εντολή. Το γεγονός ότι ο Τσίπρας εκφώνησε πανηγυρική ομιλία τη βραδιά των εκλογών, χωρίς να πει δυο κουβέντες για τους μισούς ψηφοφόρους που έκαναν αποχή ή έστω γι’ αυτούς τους 770.000 που αύξησαν κατά περίπου 7% το ποσοστό της αποχής μέσα σε οχτώ μήνες, αλλά μιλούσε για «λαϊκή νίκη» και «καθαρή εντολή», δείχνει τη φύση του κόμματος του οποίου ηγείται. Πρόκειται για ένα αστικό κόμμα, που ενδιαφέρεται μόνο για τη νομή της εξουσίας. Αφού την εξασφάλισε, αδιαφορεί για οτιδήποτε άλλο. Αδιαφορεί και γι’ αυτούς που το ψήφισαν και γι’ αυτούς που διαμαρτυρόμενοι δεν το ψήφισαν. Το απέδειξε αυτό και κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβερνητικής του θητείας, όταν κέρδισε τις εκλογές παραμυθιάζοντας τον ελληνικό λαό για να υπογράψει στο τέλος, μετά από ένα σόου «σκληρής διαπραγμάτευσης», το τρίτο Μνημόνιο, προσθέτοντας το εφιαλτικό του πρόγραμμα στα δύο προηγούμενα. Να μην μας κουνάνε όμως τη σημαία της «λαϊκής εντολής». Οι Τσιπροκαμμένοι ψηφίστηκαν από μια ισχνή μειοψηφία και έχουν την αποδοχή (με όλη τη σχετικότητα του όρου) μόνον αυτής της μειοψηφίας. Μνημονιακή ψήφος Από το περίπου 55% των ψηφοφόρων που προσήλθε στις κάλπες, το 81% ψήφισε τα κόμματα που το καλοκαίρι ψήφισαν στη Βουλή το Μνημόνιο-3 και τους πρώτους εφαρμοστικούς του νόμους, με την προσθήκη και του Λεβέντη, που εμφανίζεται μνημονιακότερος των παραδοσιακών μνημονιακών. Μ’ άλλα λόγια, το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα των ψηφισάντων εξέφρασε με τρόπο απόλυτα μοιρολατρικό την αποδοχή της ήττας του. Δέχτηκε ότι δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε άλλη πολιτική έξω από αυτή που υπαγορεύουν οι ιμπεριαλιστές δανειστές και η ντόπια αστική τάξη. Το μεγαλύτερο κομμάτι απ’ αυτό το 80% των ψηφισάντων επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ. Σίγουρα ανάμεσά τους υπάρχει μεγάλο τμήμα ανθρώπων που ψήφισε με τη λογική του μικρότερου κακού. Εχοντας αποδεχτεί την ήττα από την υπογραφή του Μνημόνιου-3, γνωρίζοντας λιγότερο ή περισσότερο σε βάθος τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει, επέλεξαν το λιγότερο αποκρουστικό αστικό κόμμα, φοβούμενοι ότι με μια επάνοδο της ΝΔ τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. Κανένας δεν μπορεί να διαγράψει κοινωνικοταξικά αυτόν τον κόσμο που αισθάνεται ηττημένος, απογοητευμένος, παραιτημένος. Οταν μιλάμε για ανθρώπους της δουλειάς, τότε η κατάσταση μπορεί να αντιστραφεί και η παραίτηση να γίνει ενεργή παρουσία σε αγώνες που θα ωριμάσουν. Ομως, αυτή η συμπεριφορά του μεγαλύτερου κομματιού των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ (περίπου το 85% όσων είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Γενάρη) δείχνει πως η ερμηνεία στο 62% του Οχι, που έδιναν διάφοροι αιθεροβάμονες (ή απλώς πολιτικοί απατεώνες) δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Δεν ήταν κάποιο αγωνιστικό Οχι, απότοκο κοινωνικών διεργασιών και ταξικών αγώνων που προηγήθηκαν, αλλά ένα Οχι περισσότερο συναισθηματικό, που στο μεγαλύτερο ποσοστό του περιείχε την ανάθεση στον Τσίπρα να κάνει «ό,τι καλύτερο μπορεί». Αυτό επιβεβαιώθηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα, που επιτρέπει στον Τσίπρα και στην κλίκα του να πανηγυρίζουν, ενώ προκαλεί πλήρη αμηχανία στους… μεγάλους αναλυτές του «μηνύματος του Οχι», που κυριολεκτικά έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους. Σημαντικές απώλειες Με τέτοια αύξηση της αποχής, ήταν επόμενο όλα σχεδόν τα αστικά κόμματα να έχουν απώλειες. Η συζήτηση, όμως, εστιάστηκε μόνο στα ποσοστά. Ποιος από τους δύο μεγάλους κέρδισε και με πόση διαφορά, ποιοι από τους μικρούς ανέβασαν τα ποσοστά τους και ποιοι τα είδαν να πέφτουν. Ομως, με τόσο μεγάλη αύξηση της αποχής η διακύμανση των ποσοστών έχει σημασία μόνο για το μοίρασμα των εδρών ανάμεσα στα κοινοβουλευτικά κόμματα. Από την άποψη της πολιτικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων και της κοινωνικής αποδοχής των κομμάτων, όσο αυτή μπορεί να εκφραστεί διά της ψήφου, η διακύμανση των ποσοστών δεν έχει καμιά σημασία. Δεν επιτρέπει να βγουν σωστά συμπεράσματα, γιατί πρόκειται για ένα αριθμητικό τρικ. Την πραγματική εικόνα μπορεί να δώσει μόνο η διακύμανση του απόλυτου αριθμού των ψήφων που πήρε το κάθε κόμμα. Οταν το ζήτημα τίθεται σ’ αυτή τη βάση, τότε η εικόνα αντιστρέφεται και στη θέση των θριαμβευτών και των ηττημένων μπαίνει η εικόνα ενός πολιτικού συστήματος κοινωνικά απονομιμοποιημένου, ενός πολιτικού συστήματος σε βαθιά κρίση, καθώς τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις του έχουν γυρίσει την πλάτη. Στον πίνακα που δημοσιεύουμε καταγράφονται οι ψήφοι και τα ποσοστά που πήρε κάθε κόμμα το Σεπτέμβρη και τον Γενάρη του 2015, καθώς και η αύξηση ή μείωση των ψήφων. Διευκρινίζουμε εξαρχής ότι οι παραπέρα συγκρίσεις δεν μπορεί να είναι ασφαλείς και έχουν μόνο σχετική αξία. Δηλαδή, αν ένα κόμμα έχασε έναν ορισμένο αριθμό ψήφων, δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι ψήφοι πήγαν μονοσήμαντα στην αποχή ή μεταφέρθηκαν σε ένα άλλο κόμμα. Πέρα από την αποχή, υπάρχουν πάντοτε μετακινήσεις από το ένα κόμμα σε άλλα, οι οποίες μετακινήσεις δεν μπορούν να μετρηθούν με ακρίβεια, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία. Τα στοιχεία που εμφανίζονται στον αστικό Τύπο προέρχονται από το περιβόητο exit poll, που κάθε άλλο παρά αξιόπιστο μπορεί να θεωρηθεί. Οταν το exit poll έπεσε τόσο έξω στην πρόβλεψη για τα ποσοστά των κομμάτων (βρήκε μόνο τη σειρά κατάταξης), πώς μπορούμε να δεχτούμε ότι αποτύπωσε με ακρίβεια τις μετακινήσεις ψηφοφόρων από κόμμα σε κόμμα; Το μόνο βέβαιο είναι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι των απωλειών των αστικών κομμάτων πήγε στην αποχή κι αυτό έγινε συνειδητά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 320.000 ψήφους σε σχέση με τον Γενάρη ή το 14% της δύναμής του. Απ’ αυτές τις 320.000 ψήφους οι μισές ισοδυναμούν με τις ψήφους που πήρε η ΛΑΕ (155.000) και την αύξηση που είχε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (6.500), ενώ οι υπόλοιπες προστίθενται στην αποχή. Επαναλαμβάνουμε ότι μπορεί να υπήρξαν διαρροές από τον ΣΥΡΙΖΑ προς άλλα κόμματα και εισροές στον ΣΥΡΙΖΑ από άλλα κόμματα, όμως δεν μπορούν να μετρηθούν. Αυτή η μεγάλη απώλεια ψήφων από τον ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πως για το συγκεκριμένο κόμμα έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Οταν μέσα σε εφτά μήνες, με το σόου της «σκληρής διαπραγμάτευσης» να κυριαρχεί και να δίνει τον τόνο και με το δημοψήφισμα να προσφέρει πολιτική ηγεμονία στον Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει το 14% της εκλογικής δύναμης που είχε στην ακμή του, σε συνθήκες δικομματικής πόλωσης μάλιστα, μπορούμε να φανταστούμε τι πρόκειται να συμβεί στο κοντινό μέλλον, όταν οι συνέπειες του Μνημόνιου-3 θα γίνουν αισθητές από τις πλατιές λαϊκές μάζες, ενώ την ίδια στιγμή το ένα πακέτο αντιλαϊκών μέτρων θα διαδέχεται το άλλο. Η ΝΔ έχασε 192.000 ψήφους ή το 11% της δύναμής της. Οι απώλειες είναι αριθμητικά και ποσοστιαία μικρότερες απ’ αυτές που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό και η ψαλίδα στα ποσοστά έκλεισε κατά περίπου 1,2%.

Ομως, για ένα αστικό κόμμα εξουσίας σημασία έχει αν κερδίζει, όχι με τι διαφορά χάνει. Ετσι, από μια μερίδα στελεχών της ΝΔ (σαμαρικοί) άρχισε από το βράδυ κιόλας των εκλογών μια επίθεση ενάντια στον Μεϊμαράκη, η οποία κατέληγε σε δικαίωση του Σαμαρά. Σε σημαντικό βαθμό η ΝΔ πληρώνει τα στημένα γκάλοπ, που την έδειχναν να δίνει μάχη στήθος με στήθος με τον ΣΥΡΙΖΑ, σε μια προσπάθεια να μετακινηθούν ψήφοι από τους ΑΝΕΛ και τους νεοναζί προς τη «μαμά παράταξη». Αφού το στήθος με στήθος δεν επιβεβαιώθηκε από το αποτέλεσμα, οι σαμαρικοί ζητούν τις κεφαλές του Μεϊμαράκη και των επιτελών του επί πίνακι. Ο Μεϊμαράκης προκήρυξε αιφνιδιαστικά εκλογές για νέο πρόεδρο, η ΝΔ θα περάσει μια περίοδο «εσωστρέφειας», μπορεί όμως να ελπίζει ότι θα ανασυγκροτηθεί στην αντιπολίτευση και την επόμενη φορά θα είναι αυτή το πρώτο κόμμα. ΟΙ ΝΕΟΝΑΖΙ έχασαν περίπου 9.000 ψήφους ή το 2,3% της δύναμής τους. Είχαν αναλογικά τις μικρότερες απώλειες από τα άλλα κόμματα. Η δήλωση Μιχαλολιάκου ότι αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, όπως αποδείχτηκε δεν τους έκανε καμιά μεγάλη ζημιά. Ο εσμός που τους ψηφίζει είναι απολύτως συνειδητός σ’ αυτό που ψηφίζει. Δεν είναι αγανακτισμένοι που ψηφίζουν για να βγάλουν το άχτι τους, αλλά είτε καθάρματα σαν και του λόγου τους, είτε παραδοσιακοί ακροδεξιοί (πάντοτε υπήρχαν τέτοιοι), είτε λουμπενοποιημένοι εργάτες και μικροαστοί, που επιλέγουν το ναζισμό ως λύση. Το ΠΑΣΟΚ καμαρώνει ότι επέστρεψε στην άνοδο. Κέρδισε 52.000 ψήφους, όμως αν λογαριάσουμε ότι το Γενάρη το ΚΙΔΗΣΟ του Γιωργάκη είχε πάρει περίπου 153.000 ψήφους (χώρια οι περίπου 30.000 της ΔΗΜΑΡ), τότε από τον πράσινο λογαριασμό λείπουν πάνω από 100.000 ψήφοι. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο Γιωργάκης δε θα επιδιώξει ρεβάνς (ο Καρχιμάκης έριξε ήδη τις πρώτες προειδοποιητικές βολές). Βέβαια, στο ΠΑΣΟΚ μπορούν να ελπίζουν ότι θα τα βρουν και με τον Γιωργάκη και θα τραβήξουν και στελέχη από το Ποτάμι, ώστε να δείξουν πως δημιουργούν την ενιαία Κεντροαριστερά. Ενιαία μπορεί να γίνει, για μεγάλη όμως το κόβουμε κομματάκι δύσκολο. Εκτός αν ο ΣΥΡΙΖΑ υποστεί την κατρακύλα που υπέστη το ΠΑΣΟΚ μετά το 2010, οπότε τα μπάζα του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ θα μπορούν να ελπίζουν ότι θα ξαναζήσουν τα παλιά μεγαλεία (έστω και σε μικρότερη τάξη μεγέθους). Πάντως, προς το παρόν, δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν το παλιό «αντιδεξιό σύνδρομο». Οχι μόνο επειδή συγκυβέρνησαν για πάνω από τρία χρόνια με τη ΝΔ, αλλά και επειδή αυτή τη «μηχανή» τη δουλεύει καλύτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας ανανεώσει το ιδεολόγημα (το «νέο» ενάντια στο «παλιό»). Επειδή, όμως, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, αυτοί που καθοδηγούν τη μαριονέτα Φώφη αισθάνονται δικαιωμένοι και αισιόδοξοι. Ο ΠΕΡΙΣΣΟΣ αυτή τη φορά είδε την πλάτη του ΠΑΣΟΚ. Χάνοντας περίπου 37.000 ψήφους έχασε το 11% της δύναμης που είχε το Γενάρη. Δηλαδή, σε απώλειες ψήφων πλησίασε τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ και μάλιστα σε συνθήκες σαφώς πιο ευνοϊκές γι’ αυτόν σε σχέση με το Γενάρη. Τότε, ο ΣΥΡΙΖΑ κάλπαζε προς την εξουσία με αναπεπταμένες τις αντιμνημονιακές σημαίες, με αποτέλεσμα να «στριμώχνει» τον Περισσό, ενώ τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη καταταγεί στη χορεία των μνημονιακών κομμάτων. Με αιχμή της προπαγάνδας του τη «δικαίωσή» του ως προς την εκτίμηση για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Περισσός ήλπιζε ότι θα αυξήσει ψήφους και ποσοστό, όμως -φευ- η ζωή τα έφερε εντελώς αντίθετα. Το ρεύμα της αποχής, ως βασική μορφή διαμαρτυρίας και έκφρασης αντίθεσης, παρέσυρε και τις ελπίδες του Περισσού, τιμωρώντας τον σκληρά. Εισέπραξε ένα βαρύ τίμημα για τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό που καλλιεργεί. Ενα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του έκρινε πως υπάρχουν και άλλες μορφές διαμαρτυρίας, στέλνοντας το μήνυμα πως θεωρεί την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση εντελώς ανεπαρκή απέναντι σε μια ογκώδη μνημονιακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Απ’ αυτή την άποψη, ο Περισσός βρέθηκε για μια ακόμη φορά πίσω όχι μόνο από τη γενική κοινωνική τάση, αλλά και από ένα τμήμα της κοινωνικής του βάσης. ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ… το πήρε το ποτάμι, το πήρε ο ποταμός. Εχασε 151.758 ψήφους ή το 40,60% της δύναμής του, καταγράφοντας ρεκόρ απωλειών. Οταν εμφανίζεσαι ως delivery boy του Μνημόνιου, δηλώνοντας πως το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να συγκυβερνήσεις με τον πρώτο και όταν ξαμολάς στα κανάλια την «κακιά μάγισσα» να λέει πως οι φτωχοί είναι φτωχοί γιατί είναι ηλίθιοι, τότε δεν μπορείς να έχεις ελπίδες. Επαιξες το ρόλο σου στη μετάβαση στη νέα κοινοβουλευτική εποχή, ήρθε η ώρα να διαλυθείς και ό,τι μάζεψες να διαμοιραστεί στα κόμματα-κοιτίδες. Ο Τατσόπουλος έριξε ήδη το σύνθημα της επιστροφής στο ΠΑΣΟΚ, ενώ Λυκούδης και λοιπή δημαρίτικη παλιοπαρέα ξέρουν να περιμένουν. Ο Θεοδωράκης «υπέβαλε παραίτηση», βάζοντας τους δικούς του να τον «μεταπείσουν», αλλά αυτά τα κολπάκια μόνο γέλια προκαλούν. Αυτό το μαγαζί «μάς τελείωσε». Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ μάζεψε όλη τη χαβαλέ-απολίτικη ψήφο, δείγμα μιας περιόδου βαθιάς πολιτικής κρίσης και αναξιοπιστίας του σύμπαντος πολιτικού συστήματος. Αν σκεφτούμε ότι το Γενάρη ο Γκλέτσος είχε πάρει 110.000 ψήφους και τώρα δεν κατέβηκε, ενώ παράλληλα το μιντιακό σύστημα αβαντάριζε ασύστολα αυτό το προϊόν της trash tv, τότε θα καταλάβουμε τι έγινε. Στις ψήφους του Γενάρη υπέρ Λεβέντη προστέθηκαν άλλες 75.534 και ο Λεβέντης μπήκε στη Βουλή. Γιατί το μιντιακό σύστημα αβαντάρισε τον Λεβέντη; Γιατί «μυρίστηκε» το ρεύμα υπέρ της αποχής και προσπάθησε να το μειώσει, στρέφοντας ένα τμήμα του στο χαβαλέ. Η ΛΑΕ πάτωσε, με μόλις 155.000 ψήφους και ποσοστό 2,86%, που θα ήταν ακόμη μικρότερο αν δεν ήταν τόσο μεγάλη η αποχή. Οι παπαριές του Λαφαζάνη για το 10% που δήθεν έκρυβαν οι γκαλομπατζήδες πνίγηκαν μέσα στη «γενική» θλίψη (η πλάκα είναι πως οι γκαλομπατζήδες έπεσαν πολύ κοντά στο ποσοστό της ΛΑΕ, δε χρειάστηκε να το «μαϊμουδίσουν» για να στηρίξουν την τάση προς τον ΣΥΡΙΖΑ). Οι προεκλογικές αντιμνημονιακές παπαριές δεν είχαν καμιά πέραση, ενώ η προπαγάνδα περί εθνικού νομίσματος έσπρωξε τους πιο συντηρητικούς προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι πιο ριζοσπαστικοί θεώρησαν (και δικαίως) τους Λαφαζανικούς συνυπεύθυνους με τους Τσιπραίους, δεν γοητεύθηκαν από την επανάληψη της προ-μνημονιακής συριζαίικης προπαγάνδας από τμήμα του πολιτικού προσωπικού που την είχε υπηρετήσει (με τα γνωστά αποτελέσματα) και επέλεξαν να στείλουν το μήνυμά τους απέχοντας. Τα χιουμοριστικά σποτάκια δεν ήταν ικανά ν’ αλλάξουν μια απόφαση που πάρθηκε με σκέψη και με πόνο ψυχής. Η ΛΑΕ αντιμετωπίζει πλέον υπαρξιακό πρόβλημα. Χωρίς λεφτά δεν κρατάς μηχανισμό. Και χωρίς μηχανισμό να τα ταΐζει μια σειρά στελέχη θα διαλέξουν σιγά-σιγά το δρόμο της επιστροφής προς το μεγάλο μαντρί. ΡΕΚΟΡ ΑΠΟΧΗΣ

Ζητούμενο ο μετασχηματισμός της διαμαρτυρίας σε αντίσταση Η τάση για αυξημένη αποχή φάνηκε καθαρά κατά την προεκλογική περίοδο. Οι δημοσκόποι δεν τη μετρούσαν (μολονότι είχαν σαφή εικόνα), για ευνόητους λόγους, αλλά οι κομματικοί μηχανισμοί ήταν πλήρως ενήμεροι και δούλεψαν πάρα πολύ για να ανασχέσουν αυτή την αυθόρμητη τάση, που χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς κάποια κεντρική οργάνωση απλωνόταν σαν επιδημία ανάμεσα στον κόσμο. Και τι δεν ακούστηκε την προεκλογική περίοδο.

Δίπλα στα γνωστά ιδεολογήματα περί «πολιτικής αδιαφορίας» προστέθηκαν καινούργιες εκδοχές της θεωρίας της «χαμένης ψήφου». «Αν δεν ψηφίσεις, δεν είναι ότι απλώς πάει χαμένη η ψήφος σου αλλά πάει υπέρ των κομμάτων εξουσίας», έλεγε ο Μ. Γλέζος, υποτιμώντας φανερά τη νοημοσύνη μας. Γιατί αν ακολουθήσουμε τη λογική της εκλογικής αριθμητικής, αφήνοντας στη μπάντα την πολιτική ουσία, τότε θα διαπιστώσουμε ότι αριθμητικά η αποχή ευνοεί περισσότερο τα μικρά κόμματα από τα μεγάλα. Διότι σε ό,τι αφορά τα μεγάλα κόμματα απλώς αυξάνει τα ποσοστά τους, σε ό,τι όμως αφορά τα μικρά κόμματα δεν αυξάνει μόνο τα ποσοστά τους, αλλά μπορεί να καθορίσει την κοινοβουλευτική ζωή ή τον κοινοβουλευτικό θάνατό τους. Αισχρή αριθμητική Για παράδειγμα, αν η αποχή είχε περιοριστεί στο ποσοστό του περασμένου Γενάρη, η ΛΑΕ του κ. Γλέζου θα έπεφτε στο 2,48%. Για να μπει στη Βουλή θα χρειαζόταν 189.000 ψήφους, ενώ με την τωρινή αποχή θα της έφταναν 163.000 ψήφοι (άλλο αν δεν τους έφτασε). Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η ΛΑΕ θα έπαιρνε το 3% της αποχής που θα μετατρεπόταν σε συμμετοχή,

πάλι δεν υπήρχε περίπτωση να πιάσει συνολικά το 3% και να μπει στη Βουλή. Ας αφήσουν, λοιπόν, το παραμύθι περί «χαμένης ψήφου» που πάει στα κόμματα εξουσίας», γιατί η χαμηλότερη εκλογική βάση διευκολύνει τα μικρά κόμματα, αν υποθέσουμε ότι αυτά τα κόμματα έχουν καθαρή γραμμή και «μπετοναρισμένη» εκλογική βάση. Το πρόβλημα για όλους αυτούς τους απατεωνίσκους (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι πως ούτε καθαρή γραμμή έχουν ούτε «μπετοναρισμένη» εκλογική βάση και γι’ αυτό πλήττονται εξίσου από την αποχή. Αλλιώς θα παρακαλούσαν να αυξηθεί η αποχή από τους ψηφοφόρους των κομμάτων εξουσίας, γιατί το δικό τους σταθερό εκλογικό σώμα θα τους έδινε ψηλότερο εκλογικό ποσοστό. Από την άλλη, αν θέλουν να είναι συνεπείς με την εκλογική αριθμητική τους, θα έπρεπε να μιλήσουν για τη «χαμένη ψήφο» στα κόμματα που μένουν εκτός Βουλής, την οποία σε έδρες καρπώνονται τα δυο μεγαλύτερα αστικά κόμματα και περισσότερο το πρώτο. Είναι γνωστό πως με βάση τον καλπονοθευτικό εκλογικό νόμο, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων τόσο χαμηλότερο ποσοστό θέλει το πρώτο κόμμα για να πάρει αυτοδυναμία. Ας αφήσουμε, λοιπόν, την αισχρή εκλογική αριθμητική των ψηφοθήρων και ας μιλήσουμε πολιτικά. Γιατί η αποχή είναι πολιτική στάση και ειδικά σ’ αυτές τις εκλογές κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον πολιτικό της χαρακτήρα που φαίνεται καθαρά από την αλματώδη αύξησή της. Πύρρειος νίκη Η έκρηξη της αποχής και οι μεγάλες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ (αναλυτικά γράφουμε στη διπλανή σελίδα) καθιστούν την εκλογική του νίκη εξ ορισμού Πύρρειο. Ο Τσίπρας βιάστηκε να κάνει τις εκλογές και αποδείχτηκε πως είχε δίκιο. Αν είχε περάσει ο Οκτώβρης και είχαν ψηφιστεί το Ασφαλιστικό και το Αγροτικό, τότε τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά και ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα μπορούσε να δημαγωγεί προεκλογικά με το παλιό και το νέο, ούτε να λέει πως υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα στο Μνημόνιο-3 που μόνον αυτός μπορεί να τα διαπραγματευθεί αποτελεσματικά. Αρκούσε και μόνο το επικείμενο Ασφαλιστικό (που θα είναι πραγματικός Αρμαγεδ-δώνας για την Κοινωνική Ασφάλιση) για να κάνει σκόνη την προπαγάνδα του περί αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης των ανοιχτών θεμάτων (στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι ανοιχτό). Δεν μπορεί, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ να ελπίζει ότι την επόμενη φορά θα συγκεντρώσει τις 320.000 ψήφους που έχασε (προς την αποχή, τη ΛΑΕ και μικρότερα κόμματα). Γιατί τίποτα δε θα είναι καλύτερο την επόμενη φορά. Ολα θα έχουν χειροτερεύσει, καθώς θα έχουν εφαρμοστεί οι προβλέψεις του Μνημόνιου-3. Ακόμη και η συμπαγέστερη κοινοβουλευτική ομάδα, που κατά τεκμήριο έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την αποχώρηση των Λαφαζανικών, μπορεί να μην αποδειχτεί επαρκώς συμπαγής, όπως δείχνει η εμπειρία των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων. Προλεταριακή αμφισβήτηση Ενας από τους μύθους που συνοδεύουν την αποχή, ρητά ή άρρητα, είναι πως αυτή είναι απολίτικη στάση και εκδηλώνεται κυρίως από ψηφοφόρους που βάζουν το εκλογικό τους δικαίωμα χαμηλότερα από τα έξοδα που θα έκαναν για να πάνε στον τόπο καταγωγής τους να ψηφίσουν. Μια ματιά στον πίνακα που δημοσιεύουμε διαλύει αυτόν τον πρόστυχο μύθο. Στον πίνακα εξετάζουμε την αύξηση της αποχής σε μια σειρά εκλογικές περιφέρειες, μεγάλες και μικρές, του κέντρου και της επαρχίας (στη δεύτερη στήλη φαίνεται η αύξηση της αποχής σε απόλυτους αριθμούς σε σχέση με τις εκλογές του περασμένου Γενάρη και στην τρίτη στήλη

φαίνεται η αύξηση του ποσοστού της αποχής μεταξύ Σεπτέμβρη και Γενάρη). Οπως διαπιστώνουμε, η μεγαλύτερη αύξηση της αποχής σημειώνεται στα μεγάλα προλεταριακά κέντρα. Β’ Αθήνας, Β’ Πειραιά, Αττική και Α’ Θεσσαλονίκης έχουν τη μεγαλύτερη αύξηση της αποχής, σημαντικά πάνω από τον πανελλαδικό μέσο όρο. Αν σκεφτούμε ότι σ’ αυτές τις εκλογικές περιφέρειες οι ψηφοφόροι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία και κάτοικοι, ζήτημα δαπανών μετακίνησης δεν τίθεται. Η αύξηση της αποχής είναι καθαρά πολιτική πράξη και έχει ταξικό πρόσημο. Εκφράζει την αντίθεση προλεταριακών στρωμάτων σ’ αυτή την εκλογική φάρσα. Κι επειδή αυτές οι περιφέρειες είναι οι πιο πολυάνθρωπες, έχουμε το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της αποχής να προέρχεται απ’ αυτές (οι τέσσερις προαναφερθείσεις

περιφέρειες «σήκωσαν» περίπου το 35% της αύξησης της αποχής). Γι’ αυτό μιλάμε για ταξικό πρόσημο. Διαφοροποιήσεις Θα ήταν αλαζονικό αν εμείς, που κάναμε καμπάνια υπέρ της αποχής, αποδίδαμε την έκρηξή της σ’ αυτή την καμπάνια. Αν η καμπάνια μας είχε κάποια επιρροή (την οποία, φυσικά, δεν μπορούμε να μετρήσουμε ούτε κατά προσέγγιση), αυτή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι «αντάμωσε» με μια τάση που αυθόρμητα είχε αρχίσει να σχηματίζεται ανάμεσα στις λαϊκές μάζες. Ούτε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι όλο αυτό το 43,43% της αποχής έχει -έστω και κατά βάση- τα ίδια πολιτικά χαρακτηριστικά, τον ίδιο βαθμό πολιτικής συνειδητότητας. Για να το πούμε μ’ ένα ιστορικό παράδειγμα, η αποχή του Σεπτέμβρη του 2015 δεν είναι σαν την αποχή του Μάρτη του 1946. Τότε, το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, το ΚΚΕ (καμιά σχέση, φυσικά, με το σημερινό κακέκτυπο που καπηλεύεται τον τίτλο του), κάλεσε τον ελληνικό λαό σε αποχή, προετοιμάζοντας τη νέα επαναστατική έφοδο. Και η αποχή ήταν απολύτως συνειδητή και με μεγάλο κόστος. Ηταν απόφαση στράτευσης, απόφαση ζωής. Τώρα, η αποχή είχε χαρακτήρα διαμαρτυρίας, καθώς δεν ήρθε ως επιστέγασμα μιας σειράς ταξικών αγώνων. Αυτή η διαμαρτυρία, όμως, περιείχε στον ένα ή τον άλλο βαθμό ένα στοιχείο αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας της ψήφου, ένα στοιχείο αμφισβήτησης του αστικού κοινοβουλευτισμού ως συστήματος που εκφράζει αυθεντικά τη λαϊκή θέληση. Από την άποψη αυτή, η αποχή ως πολιτική πράξη ήταν πολλά βήματα μπροστά από την ψήφο προς οποιονδήποτε κομματικό σχηματισμό. Είτε προς τα μνημονιακά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ) είτε προς τα μη μνημονιακά κόμματα (Περισσός, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.ά.). Γιατί αυτοί που ζητούσαν την ψήφο δεν εξέφραζαν την πραγματική αμφισβήτηση του αστικού κοινοβουλευτισμού, όσα επαναστατικά ή ριζοσπαστικά λογάκια κι αν έλεγαν. Ζητούμενο, βέβαια, είναι, ο μετασχηματισμός της διαμαρτυρίας και της αμφισβήτησης σε εργατική και λαϊκή αντίσταση. Πηγή

Via

www.adieXodos.gr




from adieXodos.gr http://ift.tt/1KDhBVx
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου